Μα που ζούμε ρε παιδί μου
21-02-2020

Οι νεαροί επαρχιώτες κάτω των σαράντα, ζηλεύουν τους χαήστες Παγκρατιώτες που επιστρέφουν στην πλανεύτρα Αθήνα, ας μην το παραδέχονται. Οι Αθηναίζοι σαραντάρηδες, στο πρώτο μποτιλιάρισμα της Σταδίου, ζηλεύουν το ανέμελο καραπουτσαριό των επαρχιωτών, ας λένε “έλα μωρέ τώρα οι βλάχοι”.
Το θέμα είναι, κατοικεί κανείς εκεί που πραγματικά θέλει; ή ζει σ’ ένα περιβάλλον, από κεκτημένη ταχύτητα, σύμπτωση, ανάγκη, ή συνήθεια.
Οι αστοί επιστρέφουν, παίρνοντας τα “καλά μιλάμε δεν το πιστεύω τέλειο” μαζί τους, ενώ στην ουσία δεν έφυγαν ποτέ, αφού κουβαλούσαν την πόλη σε όλες τις διακοπές μαζί τους – και οι επαρχιώτε, μένουν στην ήσυχη καταθλιψάρα τους, μιας και το μεγαλείο της φύσης δεν τους προξενεί κανένα ευεργετικό δέος, αφού το θεωρούν δεδομένο.
Θέλει αρετή και τόλμη η αποκέντρωση, εκτός και αν είσαι μεσήλικας, φτωχός ή άστεγος, οπότε και αποτελεί ανάγκη. Η επαρχία πάλι, χρειάζεται φάστ φουντ, πίστες Πάολας, και φρόζεν γιόγκουρντς, γιατί κατά την γνώμη τους τα λουλούδια είναι βαρετά, και τα ζώα, είναι ζώα.
Τώρα που το σκέφτομαι, εδώ οι άνθρωποι δεν είναι σίγουροι αν θέλουν να ζουν, μ’ αυτόν που παντρεύτηκαν, θα είναι σίγουροι για το που θέλουν να ζήσουν;
Απ’ την άλλη, ψυχολόγοι, φαρμακοβιομήχανοι και οι τρελογιατροί, κλέφτες να γίνουν; Αν ήταν τίμιοι, στα μισά περιστατικά τους θα τα συμβούλευαν αντί για Ζαναξ, να πάρουν ένα γατάκι, αφού πρώτα θα τους είχαν κάνει την ερώτηση.. “Θες άνθρωπε μου να ζεις, εκεί που ζεις;” – ή μάλλον καλύτερα – “Ξέρεις που ζεις; ή απλά υπάρχεις;”