«Τον προλαβαίνεις, δεν τον προλαβαίνεις τον φίλο σου» ήταν η απάντηση του Λάκη, του μικρότερου αδελφού του Γιώργου Ιωάννου. Είχα τηλεφωνήσει στο σπίτι, κατά τα συμφωνηθέντα, την επομένη το απόγευμα περιμένοντας να σηκώσει ο ίδιος το ακουστικό. Ετοιμαζόμουν μάλιστα να του ευχηθώ «σιδερένιος» και να τον ρωτήσω αν θα ήθελε να περάσω για λίγο να τον δω και να τα πούμε από κοντά. Το προηγούμενο βράδυ στάθηκε αδύνατον να μεταβώ ψηλά στα Βριλήσσια, στο «Σισμανόγλειο» συγκεκριμένα, όπου ενοσηλεύετο μετά από χειρουργική επέμβαση στον προστάτη. Έριχνε χιονόνερο θυμάμαι κι έκανε ψόφο, το κρύο της αρκούδας. «Μην ταλαιπωρείσαι καλό μου, δεν χρειάζεται να έλθεις νυχτιάτικα με τέτοιο διαβολόκαιρο εδώ πάνω. Αύριο το μεσημέρι παίρνω εξιτήριο. Προς το απογευματάκι πέρασε καλύτερα από το σπίτι», μου πρότεινε καθησυχαστικά από τηλεφώνου. Συμφώνησα, όχι χωρίς ενοχές είναι η αλήθεια. Κι αυτό γιατί εκτός των δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν και την μεγάλη απόσταση που υποχρεωτικά θα έπρεπε να διανύσω μέχρις εκεί από το κέντρο της Αθήνας, όπου αμφότεροι διαβιούσαμε, υπήρχε μεγάλο πρόβλημα και στην ανεύρεση ταξί, λόγω της ώρας. Επίσης, γύρω στις δέκα το αργότερο, θα έπρεπε να βρίσκομαι οπωσδήποτε στο κλαμπ «ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ» επί της λεωφόρου Βουλιαγμένης, καθότι εργαζόμουν εκεί ως τσεκαδόρος στο μεγάλο μπαρ. Αυτοί ήταν, πάνω – κάτω, οι ασήμαντοι λόγοι που συνέτειναν δυστυχώς στο να αλλάξω την απόφασή μου και να στερηθώ έτσι την ευκαιρία για μια τελευταία συνάντηση και κουβέντα μαζί του.
Εκείνος κατοικούσε όπισθεν του Εθνικού Μουσείου, επί των οδών Τσαμαδού και Δεληγιάννη 3, στο ισόγειο διαμέρισμα που ανήκε στην Αρλέτα κι εγώ στην επομένη από το Πολυτεχνείο γωνία, Στουρνάρη και Γ’ Σεπτεμβρίου 35. Μέναμε δηλαδή πολύ κοντά, ούτε πέντε λεπτά με τα πόδια. Κανένα μήνα πριν εισαχθεί για την προγραμματισμένη επέμβαση, πέρασε από το σπίτι μου προς επίσκεψη. Μόλις κάθησε έβαλε τις παλάμες στο πρόσωπό του κι άρχισε να κλαίει μ΄ αναφιλητά. Τραντάζονταν ολόκληρος. Πανικοβλήθηκα κι άρχισα να τον ρωτάω επίμονα τι του συμβαίνει. Με τα πολλά και σιγά μιλώντας, μου αποκάλυψε το βάσανό του. Είχε, εδώ και καιρό, κάποια ακράτεια ούρων. «Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στον προστάτη μου. Κατουριέμαι, μου φεύγουνε άθελά μου, δεν ξέρω τι θ΄ απογίνω. Ντρέπομαι τόσο που σου το λέω, καλό μου», μου εξομολογήθηκε απελπισμένος. Τον καθησύχασα. Του είπα ότι τέτοιες επεμβάσεις είναι πλέον επεμβάσεις ρουτίνας. Κι ότι δεν θα έπρεπε διόλου ν΄ ανησυχεί. «Δεν είναι και τόσο απλό. Υπάρχει το ζήτημα της εκσπερμάτισης, αν όχι και της στύσης. Τι γίνεται ακριβώς μετά την επέμβαση, δεν έχω λάβει ξεκάθαρη απάντηση από τους γιατρούς» με αποστόμωσε. Ήταν εύλογη η ανησυχία του και μένα οι γνώσεις μου περί του θέματος, λόγω του νεαρού της ηλικίας, ανύπαρκτες. Τον καταλάβαινα όμως και τον συμπονούσα βαθιά. Ήταν πενήντα οκτώ χρόνων και στον ερωτικό τομέα αρκετά δραστήριος ακόμη. Άνθρωπος ζωντανός, όπως λέμε, και μερακλής. Τα σχετικά θέματα τα συζητούσαμε λεπτομερώς… Θα ήταν κτύπημα για ΄κείνον, πλήγμα μεγάλο, η απώλεια της ερωτικής συνεύρεσης με τα πλάσματα που τόσο επιθυμούσε. Δεν ήθελε να στερηθεί, και δικαίως, μιας τέτοιας ξεχωριστής χαράς, έστω και σπάνιας, η κατά τ΄ άλλα μοναχική κλίνη του.
Μα όλα αυτά φαντάζαν πλέον ως παρωνυχίδες. Έδινε μάχη άνιση ο φίλος μου να κρατηθεί στην ζωή. Πάλευε με το μικρόβιο της σηψαιμίας που είχε αρπάξει κατά το χειρουργείο και που τώρα τον κατέτρωγε με απίστευτη μανία, τον σάπιζε ανηλεώς και τον έστελνε στον άλλον κόσμο. Άργησαν να το αντιληφθούν οι θεράποντες. Λίγο μετά που κλείσαμε το τηλέφωνο άρχισε να μυρίζει άσχημα, όπως εκ των υστέρων έμαθα, ανέβασε υψηλό πυρετό και σε λίγο έπεσε σε κώμα. Τότε δραστηριοποιήθηκε το ιατρικό προσωπικό, μα τότε ήταν πολύ αργά. Η κατάσταση της υγείας του ήταν πλέον μη αναστρέψιμη. Τον έβαλαν άρον – άρον εκ νέου στο χειρουργείο, μήπως και αφαιρώντας τους προσβεβλημένους ιστούς με το νυστέρι, αναχαιτίσουν κάπως την εξάπλωση της γάγγραινας. Στη συνέχεια τον μετέφεραν διασωληνωμένο στην εντατική κι άρχισαν να τον βομβαρδίζουν με μεγάλες ποσότητες ισχυρότατης αντιβίωσης. Εκεί, στην κατάσταση αυτήν μου επέτρεψαν να τον δω «ζωντανό» για ύστατη φορά. Μου έδωσαν να φορέσω την αποστειρωμένη περιβολή και πλησίασα στο κρεβάτι του. Ανέπνεε έντονα με δυσκολία, έκαμνε συνεχώς, όλο νευρικότητα, κάποια κίνηση με το αριστερό χέρι του. Ήλθα πιο κοντά, τον χάιδεψα απαλά στο κεφάλι, έσκυψα και του μίλησα τρυφερά: «Γιωρίκα, Γιωρικάκι μου, μη μου φύγεις, όχι ακόμα» τον παρακάλεσα. Με άκουσε, δεν με άκουσε, ποιος να ξέρει; Δάκρυα πικρά άφησα να τρέξουν επάνω του. Ήξερα, με είχαν πληροφορήσει οι οικείοι του, η αδελφή του η Δήμητρα πιο συγκεκριμένα, ότι οι γιατροί δεν του έδιναν και πολλές ελπίδες να τα καταφέρει. Πλην όμως, πάντα προσδοκάς ενδόμυχα την διάψευση της δυσοίωνης πρόβλεψης για τον δικό σου άνθρωπο. Εύχεσαι, ας μην το πολυπιστεύεις ούτε κι εσύ ο ίδιος κατά βάθος, η έκβαση να είναι αίσια.
Μέχρι το πρωί δυστυχώς ο Γιώργος Ιωάννου είχε καταλήξει. Κι εγώ για πρώτη φορά ένιωσα ορφανεμένος. Οι δικοί μου ζούσαν ακόμη, μα ο πνευματικός μου πατέρας, ο τρυφερός φίλος και άγρυπνος προστάτης μου είχε οριστικά και τόσο αδόκητα φύγει για πάντα. Ήμουν απαρηγόρητος. Χρόνια μετά ο κοινός φίλος Θοδωρής Γκόνης μου αποκάλυψε ότι σε μια γενικότερη συζήτηση μαζί του, είχε πει για μένα: «Δεν ξέρεις πόσο ανησυχώ γι΄αυτό το παιδί. Είναι πολύ ευαίσθητο. Φοβάμαι να μην μου το τσακίσουν». Στην αρχή θύμωσα ελαφρώς, δεν μου άρεσε και τόσο η συγκεκριμένη άποψη του Ιωάννου για το άτομό μου. Αλλά αμέσως μετά κατάλαβα με πόσο ενδιαφέρον κι αγάπη είχε ειπωθεί εκ μέρους του το σχόλιο εκείνο. Κι εδώ που τα λέμε, δεν είχε και πολύ άδικο ο συχωρεμένος. Τέλος πάντων. Ακολούθησα την οικογένεια που είχε καταφθάσει, έτσι κι αλλιώς, σύσσωμη από την Θεσσαλονίκη στην επιστροφή της πίσω με την «Ολυμπιακή». Η κηδεία του θα γίνοταν την επομένη εκεί, στην γενέθλια πόλη. Αλλά όχι στο παλαιό νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας που το ήθελαν πολύ και το προσπάθησαν ανεπιτυχώς οι δικοί του. Οι δημοτικές αρχές ήταν ανένδοτες να κάνουν κάποια παραχώρηση ακόμη και για τον καταξιωμένο εκλιπόντα συμπατριώτη τους. Έπρεπε να ταφεί στο καινούργιο, το εκτός πόλεως κοιμητήριο, προς την μεριά του αεροδρομίου. Εμένα προθυμοποιήθηκε να με φιλοξενήσει ο Θωμάς, ένας παλιός φίλος μου Σαλονικιός.
Όλο το βράδυ χιόνιζε θυμάμαι. Ξημερώνοντας η Νύμφη του Θερμαϊκού είχε ντυθεί στα λευκά, έτοιμη θαρρείς να δεχτεί στην γη της, ως νύμφη πραγματική, τον δικό της νυμφίο, τον εξαίρετο συγγραφέα που τόσο πολύ, όσο ελάχιστοι ίσως, την αγάπησε και την τίμησε με το έργο του. Ως το μεσημέρι έκοβα βόλτες μόνος στους χιονισμένους δρόμους και στα πέριξ του Κέντρου στενά. Έβλεπα το πήγαινε – έλα του κόσμου. Παρατηρούσα λυπημένος την απρόσκοπτη συνέχεια της καθημερινότητας. Τίποτα δεν ήταν ικανό να την αλλάξει. Όλα θα συνεχίζονταν όπως και πριν. Ακόμα κι οι στενοί συγγενείς, οι επιστήθιοι φίλοι, θα εξακολουθούσαν από την επομένη κιόλας ημέρα να καταπιάνονται ο καθένας με τις ασχολίες του και τα προβλήματά του. Έτσι είναι η ζωή, έλεγα μέσα μου, μας προσπερνάει όλους αδιάφορη. Με τις σκέψεις αυτές έφτασα από του πρώτους στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας για την νεκρώσιμη ακολουθία. Είχαν μόλις προηγηθεί ο παλιός μαθητής και φίλος του αγαπημένος, ο Γιώργος Σουσούρας με την σύντροφό του Ελένη. Πρόσεξα με πόση συγκίνηση και τρυφερότητα ασπάστηκαν την σορό του. Όταν με την σειρά μου τον φίλησα στο παγωμένο μέτωπο, διαπίστωσα ότι υπήρχε μια ελάχιστη υποψία από το υλικό που χρειάστηκε ν΄ απλώσει η εικαστικός Ασπασία Παπαδοπεράκη για να εξασφαλίσει το εκμαγείο του προσώπου του, την νεκρική μάσκα όπως συνηθέστερα λέγεται. Ένα αντίτυπο της προσωπογραφία του Ιωάννου με μολύβι , προγενέστερο χαρακτικό έργο της ίδιας που μου χάρισε, βρίσκεται έκτοτε κρεμασμένο στον τοίχο του γραφείου μου, απέναντί μου ακριβώς και με κοιτάζει… Οφείλω να πω ότι ο άσπονδος φίλος του Ντίνος Χριστιανόπουλος έδωσε το παρόν. Παρά τις αψιμαχίες και τους καυγάδες τους προσήλθε. Ο έτερος Καππαδόκης, ο Δημήτρης Μαρωνίτης ήταν εκεί, ομοίως. Επίσης ξεχώρισα την παρουσία του Διονύση Σαββόπουλου και το θορυβώδες συνεργείο της ΕΡΤ3 που βιντεοσκοπούσε την εξόδιο ακολουθία για το νυκτερινό δελτίο των ειδήσεων, κάτι ήταν κι αυτό.
Τέλος επιβιβαστήκαμε στα αυτοκίνητα και κινήσαμε εν πομπή για το ύστατο χαίρε στο νεκροταφείο. Η μητέρα του Αθανασία έτρεμε σαν το φύλλο, έχανε τώρα και τον πρωτότοκο. Πολλά χρόνια πριν χρειάστηκε να αποχαιρετήσει τον μικρότερο γιο της, τον Θοδωράκη στην ηλικία των δεκαεπτά μόλις χρόνων. Τον είχε θερίσει πρόωρα η φυματίωση. Ο Γιάννης Πατσώνης πρόλαβε να ρίξει μέσα στο ανοιχτό κιβούρι ένα πακέτο ΚΑΡΕΛΙΑ. «Να κερνάς τσιγάρα τους φίλους σου Γιώργο, εκεί που θα πας», του φώναξε. Ήταν χρόνια που δεν κάπνιζε ο Ιωάννου, μα πάντοτε είχε επάνω στο τραπεζάκι του γραφείου ένα ανοιγμένο πακέτο για τους καλεσμένους του και κάνα δυο σβησμένα τσιγάρα ακουμπισμένα στο σταχτοδοχείο, εις ανάμνησιν των τσιγάρων του στρατού. Όπως ο ίδιος μου είχε εξηγήσει, λύνοντας έτσι και την απορία μου, επειδή τα συνεχή παραγγέλματα διέκοπταν ξαφνικά το κάπνισμα, οι φαντάροι για λόγους οικονομίας δεν τα πετούσαν, απλώς τα «καρύδωναν», αφαιρούσαν την κάφτρα δηλαδή και τα φύλαγαν να τα καπνίσουν αργότερα, εν ευθέτω χρόνω. Αποχωρήσαμε περίλυποι αφήνοντας τον προσφιλή νεκρό μόνο, μέσα στα μακεδονικά χώματα κι όχι στα χώματα της Ανατολικής Θράκης, την μακρινή Ραιδεστό που είμαι βέβαιος, πως πολύ θα προτιμούσε να έχει ταφεί.
Μερικές μέρες μετά, την Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 1985 συγκεκριμένα, διάβασα στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ ένα σημείωμα μικρό, ούτε μισό μονόστηλο, του Κώστα Γεωργουσόπουλου για τον Γιώργο Ιωάννου με τον τίτλο: «Ό,τι έμεινε».
«Μια εβδομάδα ήδη πέρασε από τότε που εκοιμήθη ο Γιώργος Ιωάννου. Άλλοι ικανότεροι και αρμοδιότεροι θα μιλήσουν για το έργο του. Εγώ, με την απόσταση μιας εβδομάδας, όχι απόσταση ασφαλείας αλλά ανασφάλειας, θέλω να μιλήσω για τον άνθρωπο και τον φίλο. Δεν ξέρω γιατί αλλά τόσες μέρες που τον αναθυμούμαι από τότε που έφυγε μου έρχεται στο μυαλό μια χειμωνιάτικη νύχτα σ΄ ένα φιλικό σπίτι όπου κατέφθασε με το καφέ του παλτό με σηκωμένο το γιακά και τα γλυκά στο χέρι. Όλος μάτια και χέρια, ό,τι φαινόταν μέσα από τη χειμωνιάτικη πανοπλία του. Τα μάτια, τα διεσταλμένα διαπορούντα συνεχώς και κάπου – βαθιά – πανικόβλητα – και ακόμη βαθύτερα γεμάτα παράπονο, έτσι ακριβώς παρά-πονο, όπως λέμε παρα-μυθία, παρα-γώνι, παρη-γόρησις, και τα χέρια, ευκίνητα, αμήχανα όμως, αχόρταγα πάλι και πότε – πότε διστακτικά.
Έτσι μου προβάλλει ο Γιώργος Ιωάννου με τα δύο έργα της τέχνης του, μ΄ αυτά που έβλεπε και μ΄ αυτά που έγραφε. Το άλλο σώμα κρυμμένο μέσα στο παλτό, απρόσιτο για τον πολύ κόσμο, ταμπουρωμένο, ιδιωτικό, ιερό.
Τώρα που έλειψαν αυτά τα αδηφάγα μάτια και αυτά τα διψασμένα χέρια έμεινε ένα έργο που χειρονομεί. Το ορατό, που ορά την οικεία χειρονομία και γράφει την όψη του κόσμου…
Εκείνα τα μάτια και εκείνα τα χέρια μέσα στο έργο του ετάζουν τας καρδίας μας και θωπεύουν τη μοναξιά μας.
*Ματαίως δεν άνθισες, Γιώργο Ιωάννου».
+ Γιώργος Ιωάννου: 20 Νοεμβρίου 1927 – 16 Φεβρουαρίου 1985
Υ.Γ.
Στην μνήμη του πατέρα μου: 21 Ιανουαρίου 1921 – 16 Φεβρουαρίου 1996
Έφυγε 11 χρόνια μετά, την ίδια ημερομηνία με τον Γιώργο Ιωάννου.