6.11.2015 στην γκαλερί “Ειρμός”
Είναι κοινό μυστικό στα ιστορικά μυθιστορήματα που προβάλουν έναν γνωστό ήρωα, ότι ο αναγνώστης προσλαμβάνει καλύτερα την θεραπεία του, εάν ο ήρωας περιγράφεται από κάποιον παρακατιανό: έναν υπηρέτη, ένα στέλεχος, έναν ασήμαντο. Όποιος επιθυμεί σύγκρουση με την Ιστορία, καταφεύγει στο απομνημόνευμα αν αισθάνεται ήρωας, ή ο συγγραφέας τον βάζει να μιλάει για πάρτη του, αν επιδιώκει μιάς μορφής απολογία.
Από αυτήν την ομιλία, λείπει το αναφορικό στερεότυπο «ο ποιητής ήταν φίλος μου» ή «ο μέγιστος με τιμούσε με την εύνοιά του». Διότι κάτι τέτοιο, ουδέποτε συνέβη. Ήμουν αναγνώστης του Μανόλη Αναγνωστάκη και τον εγνώρισα σε μία μάλλον στενοπόρο περίοδο: από το 1971, έως το 1978. Έκτοτε λάβαινα αραιότατα χαιρετισμούς που ανταπέδιδα και αντιστρόφως, αλλά και μια είδηση: όταν η Θεσσαλονίκη φρύαζε για ένα χασαπόχαρτο που διαδίδονταν ότι κόστισε όσο ένα χιλιόμετρο μετρό, και οι ταγοί της εξέφραζαν την σιχασία τους, ο Μανόλης μήνυσε στους Μόντι Νεοπάιθονς ότι θέλει να συμπεριληφθεί στην πλάκα, εάν επαναληφθεί. Οι οχτροί υπέθεσαν ότι ομιλούσε ως Μανούσος Φάσσης και συνέχισαν να καμώνονται ότι τους δέρνει το κορμί και το σαράκι.
Προσωπικές εντυπώσεις θα μεταφέρω φυσικά, εξαιρετικά άνισες αλλά ακριβείς. Ένας τεχνικός λόγος ήταν ότι οι διάλογοί μου με τον ποιητή, ήταν ad hoc εμποδισμένοι από την Μητέρα Φύση και την Κακούργα κενωνία: μάκραινε απελπιστικά η όποια συνομιλία μας, διότι αυτός ψεύδιζε και εγώ τραύλιζα, οπότε δυσκολευόμουνα να τον καταλάβω και αυτός περίμενε υπομονετικά να τελειώνω με τα κ-κ-κ, τα π-π-π- και τα τ-τ-τ.
Με είχε προσελκύσει ο μη εγωτικός ενικός των στίχων του, διαβάζοντάς τον κυρίως από παρουσιάσεις και κριτικές, από ανθολογίες και τα συναφή. Τα βιβλία του τα προμηθεύτηκα αργά, ενώ δεν παρέλειπα να σπουδάζω τα πολιτικά του κείμενα και τον περιοδικό λόγο που εξέδιδε.
Εντύπωση μου έκανε η προσήλωση ατόμων, σε βαθμό πάθους, προς το πρόσωπό του, πριν τον γνωρίσω δια ζώσης και δια χειραψίας, που είναι ο ασφαλής νόμος που ακολουθούσε ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής στο προσωπικό του σαβουάρ βιβρ. Στις φοιτητοπαρέες, ποτέ δεν έλειπε ο ανάλογος χαρακτήρας. Ο Μανόλης αυτό, ο Μανόλης το άλλο.
Η αναμονή του στο εκτελεστικό απόσπασμα ήταν ασφαλές διαβατήριο προς τον απόλυτο σεβασμό, έως και ψάρωμα, ενώ ολόγυρά του σπέρνονταν η ψεκάζονταν αίσθηση ενός ποιητή της ήττας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Αρνήθηκα πεισματικά να τον κατατάξω σε αυτήν την ομάδα, ομάδα στην οποία συμμετείχαν εξάλλου, πολύ πιο φωναχτά, άλλοι συνάδελφοί του, εμπειρότεροι, ενδεχομένως και αποδέκτες της υπαινικτικής του σάτιρας.
Tα ποιήματά του είναι ολιγόστιχα, η μελαγχολία του προφανής, αλλά η μελαγχολία της δεκαετίας του 50 και του 60, ήταν υποθήκη και αποθήκη ζωάρκειας για να αντέξεις το ξεσάλωμα των νικητών και την μιζέρια των ηττημένων. Διότι και η μελαγχολία εξελίσσεται με τα χρόνια που κυλούν, σε κάπως σπειροειδή δρόμο. Πάντως υπάρχει ατραπός να ξεχωρίσεις τον ματζίρη και τον καρμίρη από τον συγκρατημένα απαισιόδοξο. Ήταν ίσως ο πιό Μπαγιάτης από όλα τα πρότυπα που έζησαν κοντά μας.
Ο Αναγνωστάκης συνέβαλε όσο κανένας στην διαμόρφωση ενός ήθους που αντικατέστησε τη μουρμούρα και τα λιβανίσματα περί άνισου αγώνα και θα σημάνουν πάλι οι καμπάνες. Μπορούμε άραγε να καταλάβουμε έναν άνθρωπο που έγραφε, συμμετείχε ενεργά στον δημόσιο λόγο, κατέθετε υποθήκες (χωρίς να αναφέρεραι σε καμία του εμπειρία!) και έσπερνε χαρακτηρισμούς, χωρίς να αναδίδει κάτι φιλοκατήγορο. Μπορούμε άραγε να καταλάβουμε ότι απο εικοσιπεντάχρονος δεν επισκέφθηκε ποτέ την Σφίγγα της Νίκης και το λιμάνι της Τρυφηλής κρουαζιέρας στους «αγώνες»;
Την ποίησή του την αγάπησαν, την εκτίμησαν, την διέδωσαν και η μόνη κουταμάρα που διάβασα σε ένα σχόλιο του κολλεγίου της αμετροέπειας ήταν μια άδικη σπόντα πως ο ίδιος, μαζί με ομοϊδεάτες του «δεν αντέδρασαν εγκαίρως στην θύελλα του ΠΑΣΟΚ».
Τα πολιτικά του κείμενα, διαβάστηκαν αμελέστερα, στο πλαίσιο ακόμη και των οπαδών της αναθεώρησης. Οι λέξεις του δεν έγιναν δημόσιο κτήμα. Επι πολλά χρόνια, αισθανόμουν πως τον θεωρούσαν μια χρήσιμη υπογραφή.
Για μένα, ο αληθής ποιητής, ως σώμα εννοώ υπήρχε και υπάρχει στην επίνοια ενός άλλου ποιητή που του έμοιαζε, του Μανούσου Φάσση. Όταν ήταν καυστικός, πειραχτήρι και υπαινικτικά ανατρεπτικός, πρέπει να ξεκίνησε από την εφηβεία του. Από τις συμπάθειες, τους φίλους, το ποδόσφαιρο, και μιά παθολογική αγάπη στις λεκτικές ακροβασίες που προκαλούσαν αίσθηση χαμηλής πτήσης.
Την ποίηση που του χάρισαν οι Ουρανοί, την σεβάστηκε πολύ. Με ανακούφιση μνημονεύει πως τέλεψε με το ποιητικό του Σώμα, και έκτοτε σώπασε, τουλάχιστον ως μέλος της κοινωνίας των Ορατών. Αυτό που του εδόθη, το επέστρεψε και με τόκο στους δανειστές.
Διαπράττει ποίηση με έννοιες, ντυμένες με τις πλέον αυτονόητες λέξεις. Καμία «δύσκολη», καμία με σάλτσες, καμία με στρώση μαλαγανιάς. Την απειλή του εκτελεστικού αποσπάσματος, την εξέλαβε ως ευκαιρία να ξαναζήσει ο Καρυωτάκης. Υφολογικά, τον θεωρώ συνεχιστή του Καρυωτάκη, με τους αρμόζοντες επικαιρισμούς και τηρώντας τις αποστάσεις και τις αναλογίες.
Μετά βίας χωρούσε στο γραφειάκι της «Βιβλιοθήκης». Ένα διάστημα, ήταν το επίκεντρο μιας μεγάλης σύμπραξης ομάδων, όχι πάντα φοιτητών. Πάντα μπέρδευα την Χρυσοστόμου Σμύρνης με την Μητροπολίτου Ιωσήφ. Με τον Μαρωνίτη στην Γρηγορίου Παλαμά, γωνία η Κάρναμπι, Γωνία ο Γκιγκιλίνης, το σπίτι του Καλοκύρη, το σπίτι της Λευκής Χριστίδου, το σπίτι του Σταυρόπουλου, που ήταν και στέκι του Καργούδη και άλλων υπάρξεων και πρωτακούστηκε η λέξη «κουλτουριάρης», ο Κοχλίας του Λαχά, η Σβούρα παρακάτω.
Ως τον Μάνιξ ξεμύτιζαν προχουντικώς οι ΕΚΟΦίτες, συνεχίζοντας την κατάληψη της Παύλου Μελά από τις μνήμες των γερμανοντυμένων. Ενδιαμεσα, ο Γούφας είχε οδοντιατρείο. Στη Βιβλιοθήκη, Σαλακίδης, Παλιαδέλης, Αναγνωστάκης, Νόρα, Ρούλα Πατεράκη και Γιάννης Πάνου, πριν την ανακαίνιση, μετά με την ελισσόμενη σκάλα, που τηνε κάθησαν όλοι, μα όλοι οι φίλοι και γνωστοί. Όταν το βιβλιοπωλείο είχε πολύ κόσμο, καθόμασταν έξω και επιθεωρούσαμε τη βιτρίνα — εκεί πρωτομίλησα σοβαρά με τον Χατζηγώγα.
Έμενα Κούσκουρα και έζησα την ίδρυση του πρώτου Γκούντις, όπου το καλύτερο πιάτο ήταν χοιρομέρι με υπόξινη σάλτσα. Έτρωγα όμως και στο Παγιάντες επειδή τότενες είχαμε γραφείο και λεφτά επειδή χτίζαμε νέα Άνω Τούμπα και Μαλακοπή, και το Παγιάντες είχε εκτός τραπέζια και μπάρα για να μεθάμε προ και μετά του φαγητού. Είχα και ένα πατάρι στην Κορομηλά 48 που το κληρονόμησε ο Λόης.
Τότε η Θεσσαλονίκη δεν είχε δρόμους και οδοστασίες, είχε σώματα, αγαπητά και πεφιλημένα. Ο Θέμελης μονάχος σε μεσημεριανούς σινεμάδες, ο Ασλάνογλου με μια τσάντα, πάντα χαιρετούσε, ο Πεντζίκης στα σουτζουκάκια στον Κρόνο, Αλαβέρας και Χριστιανόπουλος στα δωμάτια της Νέας Πορείας και της Διαγωνίου, ο Κσνελλόπουλος, από τον Φλόκα στο Ντορέ, ριζωμένος σε πολυθρόνα.
Αυτά διαλύθηκαν από τα μάτια μου και έσβησαν σα μάγια, όταν σε πρόσφατη ανακομιδή μου στη Λασσάνη, πέτυχα μια κυρία που μιλούσε με τον δικόνε της τσιριχτά στο κινητό και του έλεγε «θα βρέξει σου λέω, έλα να με πάρεις, είμαι απέναντι από το μαγαζί του Λουιβουιτόνου». Σκέφτηκα να ανέβω να προλάβω τη στιγμή, σκασμένος στα γέλια, να το μαρτυρήσω στον Λαλάκο και στον Καλογερόπουλο, στη Βιβλιοθήκη, ώσπου κατάλαβα πως το τοπίο είχε τελεσιδίκως εκλείψει.
Επιμένω σε τέτοιες δήθεν καβλιαρέ περιγραφές, επειδή έχω σχηματίσει την βεβαιότητα ότι πολλές από τις σελιδες του Μανούσου Φάσση, που εκδόθηκαν στην εϊτίλα, είναι αναφορές του Μανόλη, ένα πρωτογενές αδιαμόρφωτο υλικό, από τα σώματα που γνώρισε στην Βιβλιοθήκη. Με τα περισσότερα σώματα τον χώριζαν είκοσι και εικοσιπέντε χρόνια.
Femina aeterna
Eγώ αγαπούσα πάντα την Ελένη
όμως αυτή δε μου ’κανε τη χάριν,
δεν αγαπούσε εμένα αλλά τον Λένιν
και μου ’σκισε όλα τα βιβλία του Μπουχάριν.
Καυγάδες όλη νύχτα για το Κόμμα,
για τον Στάλιν, τον Τρότσκι ή τον Γκράμσι.
Α! δεν μπορούσε να τραβήξει πολύ ακόμα,
του έρωτά μας ήταν προφανής η κάμψη.
Εγώ να θέλω σεξ — και να το κάνει
λες από υποχρέωση σαν κότα,
να βιάζεται να σηκωθεί απ’ το ντιβάνι
να ξαναπιάσει το «Πρόγραμμα του Γκότα».
Δεν ήθελε παιδιά και babylino
μάθαινε ρωσικά μετά μανίας
μου ’χε κρεμάσει και στον τοίχο το Κρεμλίνο
και έβριζε το καθεστώς της Ρουμανίας.
Παιδιά, μακριά από γυναίκα οργανωμένη,
αντί για έρωτες σας περιμένουν τάφοι,
εκεί που λες πως την κρατάς γερά δεμένη
έρχεται και σ’ την παίρνει ένας Καντάφι.
Καντάφι και Γκράμσι, babylino και το ψιλό γαζί που έπεφτε για τον Τσαουσέσκο είναι άπαντα, στοιχεία μετά το 1969, κι ώς βαθιά στο 1972 και δώθε. Και περιγράφει κάτι απτό, διότι, παρά το άρωμα ΚΚΕεσωτερικού, ΑΑΣΠΕ παι Πειπεισιπίδων, είχε ξεκινήσει το χάσμα και η διάσπαση, και ήταν στο φόρτε της.
Αλλά τα γεγονότα, γεγονότα. Κατέχω ρητή μαρτυρία συνομήλικου με τον οποίον αραία τα λέμε στη Λυκόβρυση πως αγάπησε κόρη που τον άφηνε μόνον αφού βεβαιωνόταν ότι είχε μάθει καλά τον τόμο από τους «νέους στόχους» που του έδινε την προτεραία και αφού τον εξέταζε και στις σημειώσεις, αλλιώς τον έδιωχνε. Και όποτε σκέφτομαι «Μάλτεπε» θυμάμαι έναν παγωμένο Φλεβάρη, όπου περπατούσαμε με Εκείνην στην άμμο με τα σπάνια βραχάκια, ρομαντζάδα και μου διάβαζε την περίπτωση Φανόν από ένα τούβλο του Σαρτρ.
Εκείνο που με μάγευε, ήταν πως συνυπήρξαν πολλα βήματα του Μίμη Σουλιώτη με τις ποιήσεις του Μανούσου Φάσση, αλλά ο Σουλιώτης τα είχε γράψει πριν να τα γνωρίσει, καθώς ήταν τραγουδιστής σε νεοκυματικά στέκια και είχε συνθέσει «τους Βενέτους», τον «Ντούρο Λεωνίδα» και «τα έξαλλα τα Σούσα» σε ανύποπτο χρόνο, με κορωνίδα τον «Χάρη Καμπουρίδα».
Φυσικά, κανένας σοβαρός αριστερός δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι πίσω από τα μετρημένα, σπαρακτικά στιχηρά του Αναγνωστάκη, κρυβόταν τέτοιος μπαξές. Πώς να παραδοθεί η ατίμητη κληρονομιά του στην επόμενη και μεθεπόμενη γενιά, να συριζίσει, με στίχους–καλαμπούρια και γέλια αφάνταστα σε μια ατμόσφαιρα βιβλιοφιλίας και τόσο γελαδερή. Τον φύλαγαν λοιπόν, ωσάν Ικάνατοι το άρμα του Δαρείου, ενέκριναν τις μελοποιήσεις του από τους mainstream συνθέτες, αφαιρώντας προσεκτικά από την δημόσια εικόνα του, κάθε νεύρο και πετσάκι, για να είναι κυλινδρικό και καλοψημένο το ποιητικό νουά.
Ως βιβλιοπώλης, ήταν μοναδικός. Μπορούσε να σου πει «άστο αυτό καλύτερα» ή να επιδοκιμάσει άλλη επιλογή σου με νεύμα, ή με σύντομη περίληψη. Ο Γιάννης Πάνου ανέβαινε και στο πατάρι, δεν σου έλεγε «ψάξε επάνω» δείχνοντας με το βλέμμα. Οι εκπτώσεις ήταν συχνές. Του Παλιαδέλη οι πωλήσεις διέφεραν, ως συνοδευόμενες από πειράγματα ή διάθεση για αναλύσεις, αφού θυμότανε τι είχες αγοράσει προηγουμένως και πάντα ρωτούσε τη γνώμη σου. Οι τρείς τους δεν βρέθηκαν ποτέ μαζί στον χώρο.
Ο Μανόλης σπανίως συμμετείχε στις συζητήσεις των νεαρών και των αγοραίων, αλλά καμιά φορά ανάμεσα στα δόντια του διόρθωνε ένα όνομα που ακούγονταν λαθεμένα, ή πρόσθετε χρονολογία σε ένα γεγονός αδέσποτο. Χωρίς να παρατήσει αυτό που έκανε εκείνην την ώρα, χωρίς να σε κοιτάξει στα μάτια. Κυρίως, χωρίς να καπελώνει κανέναν. Το «καπέλωμα» ήταν η ιερή λέξη της «Βιβλιοθήκης». Ήταν ένα κακόν πράγμα, σχέτλιον, εξαποδικόν, ισότιμο με τον απεχθή όρο «φασισμός». Το τι δημοκρατικός συγκεντρωτισμός έπεφτε, ήταν άλλο πράγμα.
Ο Μανόλης όταν μιλούσε με ενδιαφέρον με τους φίλους του, περισσότερο χρησιμοποιούσε τις λέξεις «Ροϊδης» και «Καβάφης», μαζί με αρκετά ανέκδοτα από τον βίο του. Δύσκολα του έπαιρνες πολιτική δήλωση, σε εποχή που για μας τους προοδευτικούς φοιτητάκους (όιντα!) ακόμη και το ποδόσφαιρο ήταν βαθέως πολιτική πλατφόρμα. Στα λόγια του χρησιμοποιούσε λέξεις και προτάσεις που σε ερέθιζαν και σε απογείωναν. Λάτρης των πραγμάτων και χωρίς να το εκδηλώνει, εχθρός της θεωρίας.
Πήγα δυό φορές στο σπίτι του και δύο στο ιατρείο. Μαγεύτηκα και τις τέσσερις.
Μιά μέρα, αρχές του 1972, άκουσε πάλι από σπόντα ότι ετοιμαζόμουνα για μιά ακόμη αρχαιογνωστική περιοδεία και ότι μ΄ένδιέφερε να καταγράψω το παρόν της αντάρτικης μνήμης, τι σώθηκε από τα πολυάνδριά τους, τι υπάρχει στον Γράμμο και τέτοια. Φρόντισε ο Γιάννης και όταν ξαναπήγα, μου είχε έτοιμο ένα ογκώδες πακέτο. Ήταν μιά απίστευτη συλλογή από μαρτυρίες και έντυπα γιά την Αντίσταση. Όταν του τα επέστρεψα, ήμουν γεμάτος απορίες και δίψα για διευκρινήσεις. Μου απάντησε σε όλα, με συγκίνηση και λεπτομέρειες, σε βαθμό που αναρωτήθηκα γιατί δεν έγινε ιστορικός.
Χιούμορ, σοβαρότητα, περιπαικτική διάθεση, σιωπή: ο Αναγνωστάκης διέθετε και τα τέσσερα στοιχεία που εκτιμώ στους ανθρώπους. Σίγουρα το τελευταίο που του πρέπει είναι να τον θυμόμαστε με βάση τα «μελοποιημένα» του ποιήματα. Φίλη η μουσική, φιλτάτη δε η ποίηση. Όταν μάλιστα χτίζεται με ό,τι περίσσεψε από τους φιλόδοξους πρωτομάστορες (που καμιά φορά ξεχνάνε την σκάλα) τόσο το καλύτερο.
Στην Βιβλιοθήκη κυκλοφόρησε το πρώτο «Τραμ», κυοφορήθηκε η έκδοση της Ρέμινγκτον από τις εκδόσεις Τρίλοφος, που ήταν μια ιδιωτικη έκδοση, διαβάστηκαν τα 18 κείμενα και τα Νέα κείμενα ωσάν σε τέμενος ή ιερόν άλσος, θάφτηκαν βιβλία με τελετουργικό φτυάρι, χάθηκε ο Άγγελος Καλογερόπουλος μια πρωτομαγιά.
Στην ουσία, η «Βιβλιοθήκη» ήταν μια φυλακή ή ένα ιατρείο όπου κάναμε το αγροτικό μας. Ήταν η δική μας σειρά να περάσουμε όλα τα εκπαιδευτικά στάδια στην Πυρίκαυστο και στην περίχωρο, όπως οι τρεις ή τέσσερις επόμενες που ακολούθησαν. Αυτά τελείωσαν με το σμήνος των σεισμών που κορυφώθηκαν το 1978 και έκτοτε άρχισαν οι αποσπάσεις, οι μεταθέσεις, οι μετατάξεις, που κράτησαν ένα τέταρτο του αιώνα. Και πλήθυναν οι θάνατοι.
Τα επιδραστικά πεδία είχαν άλλους αστέρες. Τον Γιώργο Σαββίδη, τον Κωστή Μοσκώφ. Οι γάμοι, τα διαζύγια και οι σχέσεις άρχισαν να μοιάζουν με το κρακρακράκ του κύβου του Ρούμπικ. Γεννήθηκαν πολλα παιδιά, όλα σήμερα μεγαλύτερα από τις τότε ηλικίες μας. Οι αντιπάθειες δεν ξεπεράστηκαν, αλλά οργανώθηκαν φιλοσοφικώς και ξεχάστηκε η αιτία και η αφορμή τους. Οι γενιές από τις οποίες μας χώριζαν είκοσι χρόνια, ανέλαβαν την διοίκηση των δρόμων. Πλήθυναν οι νέοι άνθρωποι που μας πλησίαζαν νομίζοντας ότι ζήσαμε μια θρυλική, ανεπανάληπτη εποχή.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης άφησε στον καθένα μας από μια ουλή, ένα σημείο αναγνώρισης, και ακόμη θυμόμαστε τη μυρωδιά της καμμένης σάρκας μας, την ώρα που μας σημάδευαν όπως τα γελάδια στις πάμπες. Ακόμη δεν τολμάμε να περιγελάσουμε εαυτούς, παραδεχόμενοι μεταξύ μας πως «ήταν η νεότης, ηλίθιε!» Και τις εποχές των τατουάζ, δεν τις καταλάβαμε και δεν τις εμπνεύσαμε. Κι αυτούς που θεωρούσαμε ευέλπιδες τανύν έχουν γκαζώσει χωρίς κόφτη προς τα εξήντα.
Τελευταία φορά που τον είδα ήταν στο αεροδρόμιο της Μίκρας,1976, στην παλιά μπάρα του κυλικείου του, τέρμα αριστερά, όπως κοίταζες κατά μέτωπον τις τυρόπιττες. Θα συνταξιδευαμε Αθήνα και ήμουν με τον μακαρίτη πλέον βυζαντινολόγο, τον Λενο Μαυρομάτη. Βάζαμε βότκα από κοινό φλασκί στον καφέ και απεραντολογούσαμε για την έχθρα της πόλης στον εικαστικό μοντερνισμό και παινεύαμε τις νεότευκτες τότε εγκαταστάσεις του Κρίστο και αλλωνών, οπότε πήγε η κουβέντα σε εκείνον τον Έλληνα που εξέθετε οθόνια και σεντόνια με ανθρώπινες σκιές, ωσάν σκεπτομορφές ενός ανίερου μπερντέ, αλλά (χικ) πως τον λένε μωρέ, πως τον λενε. Και ο Μανόλης, τυλιγμένος στον καπνό των τσιγαρων του, πρώτα με σφιγμένα δόντια και έπειτα φωναχτά, κοιτάζοντας αλλού, μας πληροφόρησε «Κε-κεσαν-κεσανλής, ο Κεσανλης είναι».
[Μεταθανάτια υπόμνηση: τελειώνοντας την ανάγνωση, ζήτησα να μάθω τον περίπου αριθμό των ακροατών ή θεατών στον «Ειρμό». Κάποιος είπε «εκατό με εκατόν είκοσι» οπότε έσχισα το πεντασέλιδο σε εικοσιπέντε τεμάχια ανά σελίδα, και κατέθεσα τα αποσπάσματα στο γραφείο της γκαλερί, ίνα λάβει έκαστος ένα αναμνηστικό της συναυλίας που προηγήθηκε και της ομιλίας. Μερικοί πήραν πολλά, οι περισσότεροι κανένα, αλλά βρήκα την πράξη επωφελή]