«Μήπως αυτός είναι τελικά ο φυσιολογικός ρυθμός της ζωής;»
10-04-2020

«Είχα την αίσθηση από πάντα σχεδόν ότι ο κόσμος είναι υπερβολικά πολύς, υπερβολικά γρήγορος, υπερβολικά έντονος, υπερβολικά θορυβώδης. Συνεπώς δεν βιώνω κάποιο «τραύμα απομόνωσης» και δεν μου είναι καθόλου δύσκολο να μη συναντώ άλλους ανθρώπους. Δεν λυπάμαι που έκλεισαν τα σινεμά. Μου είναι εντελώς αδιάφορο που τα εμπορικά κέντρα έβαλαν προσωρινό λουκέτο».

Τάδε έφη Όλγκα Τοκάρτσουκ σε πρόσφατο άρθρο της στο New Yorker (μετάφραση). Θα διαφωνήσω με τα λόγια της Τοκάρτσουκ, όχι γιατί ηχούν ξένα στ’ αυτιά μου αλλά γιατί δυστυχώς τα ενστερνίζομαι. Σχιζοφρένεια; Ίσως κάποια πρωτότυπη κοινωνική αποστασιοποίηση από τον ίδιο τον εαυτό μου; Κάθε άλλο. Η κριτική που ασκούν οι άλλοι στο πρόσωπό μας τείνει να επικεντρώνεται όχι σε αυτά που σκεφτόμαστε (εξ ορισμού εν κρυπτώ) αλλά σε αυτά που λέμε και κυρίως σε αυτά που πράττουμε προς τα έξω. Δεν είμαστε ευτυχώς ήρωες σε κάποιο μοντερνιστικό μυθιστόρημα όπου ο εσωτερικός μονόλογός μας (stream of consciousness) εκτίθεται στη θέαση του αναγνώστη και άρα στην κριτική του ματιά. Στις ζωές μας, είναι αυτό το «προς τα έξω» που έχει την ύψιστη σημασία και γι’ αυτό, παρακαλώ, κρατήστε το λίγο στο μυαλό σας· κρατήστε το γιατί θα επανέλθω σε αυτό στο τέλος.

Από τότε που ξεκίνησε η περίοδος του κατ’ οίκον περιορισμού ανέμενα υπομονετικά στην οθόνη μου για ένα κείμενο σαν και αυτό της Τοκάρτσουκ.

«Ανησυχώ και στενοχωριέμαι, φυσικά, όταν σκέφτομαι όλους τους ανθρώπους που χάνουν τις δουλειές τους. Όταν όμως έμαθα για την επερχόμενη καραντίνα, ένιωσα κάτι σαν ανακούφιση. Ξέρω ότι πολλοί άνθρωποι ένιωσαν το ίδιο, ακόμα κι αν ένιωθαν επίσης και κάποια ντροπή γι’ αυτό. Η εσωστρέφειά μου, τόσα χρόνια στραγγαλισμένη και κακοποιημένη από τους υπερδραστήριους εξωστρεφείς, τίναξε τη σκόνη από πάνω της και βγήκε από την ντουλάπα…»

Και ουσιαστικά το κείμενο το προανήγγειλε αυτό που είχα ήδη βιώσει όταν ήρθα αντιμέτωπος με τις αρχικές αντιδράσεις δικών μου ανθρώπων απέναντι στον κατ’ οίκον περιορισμό· ανθρώπων που χαρακτηρίζονται από, ας την πω ευφημιστικά, εσωστρέφεια. Γιατί είναι κοινό μυστικό ότι αυτός που περνάει τη ζωή του σε έναν από επιλογή κατ’ οίκον περιορισμό (ακόμη και όταν η επιλογή αυτή είναι πολλές φορές επιβεβλημένο συνακόλουθο χρόνιας κατάθλιψης) ένιωσε ανακούφιση γιατί πολύ απλά, ο κόσμος, ξαφνικά, ως δια μαγείας, ευθυγραμμίστηκε με τις συμπεριφορές του. Και μάλιστα, ο περί ου ο λόγος εσωστρεφής μπορεί να έχει τη δυνατότητα να κατανοεί στο μυαλό του το ανεπιθύμητο της κατάστασης στην οποία έχουμε περιέλθει, αλλά, παρόλα αυτά, να μην μπορεί να συγκρατήσει, πόσο μάλλον να αιτιολογήσει, ένα συναίσθημα ικανοποίησης. Η αβάσταχτη κατά καιρούς προσλαμβάνουσα ότι όλοι κάπως, κάπου, με κάποιο τρόπο, διασκεδάζουν με την καρδιά τους ενώ εκείνος αδυνατεί να ακολουθήσει τους ρυθμούς τους και να αντλήσει από αυτές τις δραστηριότητες συγχρωτισμού ευχαρίστηση, ξαφνικά χάθηκε από προσώπου γης. Αν σας διευκολύνει, δείτε το και πιο γλαφυρά: αναλογιστείτε ότι ο εσωστρεφής βιώνει μια κατάσταση όπου όλοι, διαρκώς, ζουν μέσα σε ένα αδιάλειπτο Christmas spirit, ενώ εκείνος αδυνατεί να συμμετέχει. Τώρα όμως κανένας δεν διασκεδάζει ή, αν κάποιοι διασκεδάζουμε, το κάνουμε στους ρυθμούς της εσωστρέφειας. Μέσα στον παραλογισμό αυτής της θέσης υπάρχει ανακούφιση για τον εσωστρεφή. Και λέω «παραλογισμό» γιατί κανένας δεν λέει ποτέ ότι όλοι όσοι ζουν εκεί έξω, όπως ζουν, περνούν πραγματικά καλά. Περνούν όμως καλά στην αντίληψη του εσωστρεφή, και αυτό έχει σημασία. Η πλασματική ευτυχία και ευμάρεια των εκεί έξω, έλαβε τέλος. Κεφάλια μέσα τώρα! Διερωτάται λοιπόν η Τοκάρτσουκ:

«Μήπως τελικά έχουμε επιστρέψει στον φυσιολογικό ρυθμό της ζωής; Μήπως ο ιός δεν αποτελεί διατάραξη της κανονικότητας, αλλά ακριβώς το αντίθετο – μήπως δηλαδή αφύσικος ήταν ο φρενήρης κόσμος πριν από τον ιό;»

Η σύντομη απάντηση -για να μην το λιβανίζουμε- είναι ένα κατηγορηματικό «όχι». Δεν υπάρχει τίποτα φυσιολογικό στον αντίκτυπο του ιού για τον τρόπο ζωής μας. Επειδή κάποιος αισθάνεται ότι ο προηγούμενος τρόπος ζωής τον απειλούσε με ποικίλους τρόπους, και επειδή τώρα νιώθει, με τον αναγκαστικό κατ’ οίκον περιορισμό, ότι ο τρόπος ζωής έχει γίνει πιο προσηνής στον δικό του τρόπο ζωής, δεν σημαίνουν αυτά ότι διαθέτει και τα λογικά εργαλεία για να οδηγηθεί στο συμπέρασμα πως, με μια μεγαλειώδη μεταστροφή, το φυσιολογικό είναι αυτό που συμβαίνει τώρα. Ο ιός συνιστά διατάραξη της κανονικότητας και όχι επαναφορά σε κάποια πρότερη φυσιολογικότητα, που, στο μυαλό του εσωστρεφούς, θα ταίριαζε στα καπρίτσια του.

Ας προλάβω αντιδράσεις: το ποιος είναι ο φυσιολογικός τρόπος ζωής δεν δύναται να αποφασιστεί με το να καθίσουμε σε ένα τραπέζι και να καταλήξουμε στο πώς θα πρέπει να ζούμε. Ο φυσιολογικός τρόπος ζωής, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι αυτός που ζούσαμε πριν το εξαιρετικό γεγονός που συνιστά η πανδημία ένεκα κορονοϊού. «Καλά ρε άνθρωπε, τι σου φαινόταν φυσιολογικό σε αυτόν τον κόσμο;», θα ρωτήσει κάποιος. Πολλά και διάφορα, όπως πολλά και διάφορα μού φαίνονταν προβληματικά τόσο στον προ κορονοϊού όσο, και αυτό είναι βέβαιο, θα μου φαίνονται και στον μετά κορονοϊό κόσμο. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με το ερώτημα της Τοκάρτσουκ. Το γεγονός ότι κάποιος εντοπίζει κακώς κείμενα στον κόσμο μας δεν σημαίνει ότι η τωρινή εξαιρετική κατάσταση, με τις εκβιασμένες και βεβιασμένες λύσεις ανάγκης της, δύναται να θέτει με κάποιο τρόπο τις βάσεις μιας νέας φυσιολογικότητας. Γιατί; Γιατί η ανάγκη είναι κακός σύμβουλος για να χτίσεις πάνω της φυσιολογικότητες. Υπενθυμίζω ότι εγώ ανήκω στους ανθρώπους που δεν ζορίζονται στο ελάχιστο με αυτή την κατάσταση περιορισμού. Το να επιχαίρεις όμως για την απότομη αυτή μεταβολή και να διερωτάσαι, α λα Τοκάρτσουκ, για τη φυσιολογικότητα του κόσμου ορμώμενος από την ψυχολογική ανακούφισή σου για τον κατ’ οίκον περιορισμό και την αναγκαστική παύση της εργασίας και των δραστηριοτήτων δισεκατομμυρίων, συνιστά την πιο καταφανή επιθυμία αυθαίρετης προσαρμογής του κόσμου στα δικά σου μέτρα. Συνιστά μια αβάσιμη επιθυμία αναγωγής των προτιμήσεών σου σε καθολικό νόμο· συνιστά, με άλλα λόγια, μια μορφή απολυταρχισμού. Ο τρόπος ζωής που αρέσει και επιθυμεί η Τοκάρτσουκ, και η κάθε Τοκάρτσουκ, βρίσκεται μέσα στον κόσμο που ζούσαμε πριν από ένα μήνα και ήταν διαθέσιμος σε πολλές δημοκρατίες στον πλανήτη για να τον βιώσει όποιος το επιθυμούσε. Αν θέλεις να κατεβάσεις τους ρυθμούς της ζωής σου, τους κατεβάζεις. Δεν επιχαίρεις επειδή αναγκαστικά κατέβηκαν οι ρυθμοί της ζωής όλων, και τώρα τυχαίνει να έχουν τακιμιάσει (οι ρυθμοί) με αυτά που ενδημούν στην γκλάβα σου.

Ας πιάσουμε τώρα λίγο αυτό το «προς τα έξω» που σας ζήτησα να κρατήσετε υπό μάλης στην αρχή. Ο κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς· ακόμη και αν δεν υπάρχει με τον τρόπο που ο κόσμος παρουσιάζεται στα αισθητήρια όργανά μας, ο κόσμος, ως φυσική οντότητα, υπάρχει με κάποιο τρόπο έξω από το νου μας (και έξω από τον νου του Θεού). Επειδή λοιπόν ο κόσμος υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς, έχουμε την υποχρέωση να προσαρμόζουμε τις εξωτερικευμένες σκέψεις και τις πράξεις μας σε αυτή την πραγματικότητα που συνίσταται στη στατιστική φυσιολογικότητα των εμπειρικών παρατηρήσεων μας: στη ζωή που ζούσαμε μέχρι πριν από ένα μήνα και στη ζωή που θα ζούμε όταν όλο αυτό λάβει τέλος. Η περίοδος της πανδημίας, με άλλα λόγια, θα πρέπει να αφαιρεθεί από την καμπύλη που ορίζει τη στατιστική φυσιολογικότητα των εμπειρικών παρατηρήσεών μας. Είναι ιδιαίτερα απογοητευτικό, η Τοκάρτσουκ που είναι συγγραφέας και άρα θα έπρεπε να γνωρίζει καλύτερα από εμάς, που δεν είμαστε συγγραφείς, ότι δεν γνωρίζει πως υπάρχει μια ευθύνη στις ελευθερίες των φαντασιώσεών μας· όχι σε αυτά που μπορούμε να σκεφτόμαστε και να γράφουμε ως μυθοπλασίες, αλλά στις αντιστοιχίσεις και στους διαύλους επικοινωνίας φαντασίας και πραγματικότητας.

«Ο ιός μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι όσο αδύναμοι και ευάλωτοι κι αν νιώθουμε μπροστά στον κίνδυνο, περιτριγυριζόμαστε επίσης από ανθρώπους που είναι πιο ευάλωτοι, και για τους οποίους η βοήθειά μας είναι απαραίτητη. Μας υπενθύμισε πόσο ευπαθείς είναι οι ηλικιωμένοι γονείς μας και πόσο έχουν ανάγκη την φροντίδα μας. Μας υπέδειξε ότι οι φρενήρεις ρυθμοί που κινούμαστε θέτουν σε κίνδυνο τον κόσμο μας. Και ανέδειξε ένα ερώτημα το οποίο σπανίως έχουμε το κουράγιο να κάνουμε στον εαυτό μας: Τι είναι ακριβώς αυτό για την αναζήτηση του οποίου συνεχίζουμε να αναλωνόμαστε;»

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν θα έρθει επειδή κλειστήκαμε στα σπίτια μας και, ω του θαύματος: there is no place like home. Η απάντηση, και αυτό φαντάζει αστείο να το γράφω εγώ απέναντι σε μια κάτοχο Νόμπελ λογοτεχνίας, δεν θα έρθει ποτέ ως μασημένη, προκάτ τροφή για ευρεία κατανάλωση. Ο καθένας θα κάνει τα κουμάντα του και θα δώσει την απάντησή του στην αναζήτηση αυτού για το οποίο αναλωνόμαστε· ο καθένας μέχρι εκεί που καταλαβαίνει· ο καθένας μέχρι εκεί που αντέχει. Όλα αυτά που διατείνεται η Τοκάρτσουκ ότι τώρα τα συνειδητοποιήσαμε, έπρεπε να τα είχαμε συνειδητοποιήσει από πριν· και αν δεν τα είχαμε, δεν θα τα συνειδητοποιήσουμε όπως πρέπει μέσα στην κατάσταση εξαιρετικότητας της πανδημίας. Τώρα προέχει να επιστρέψουμε, με τις λιγότερες δυνατόν απώλειες, τόσο σε έμψυχο όσο και σε άψυχο υλικό, εκεί που βρισκόμασταν πριν. Η αξία της απομόνωσης υφίσταται και αναδεικνύεται περίτρανα όσο υπάρχει ανοιχτή η επιλογή της κοινωνικότητας και της κοινωνικοποίησης. Όταν παύει να υπάρχει η κοινωνικότητα και η κοινωνικοποίηση, η απομόνωση είναι δώρο άδωρο και χάνει αυτοστιγμεί την αξία της.

Ο ιός συνιστά την αιτία δημιουργίας μιας κατάστασης που εμπίπτει στο εξαιρετικό, αλλά όσο και αν δυσκολεύει τη ζωή μας τώρα, και όσο κι αν θα τη δυσκολέψει στο προσεχές μέλλον, με την εμφάνιση του εμβολίου θα αποτελέσει παρελθόν. Η ζωή θα αποκτήσει ξανά την πρότερη φυσιολογικότητά της ακόμη και αν στο μεσοδιάστημα μετασχηματιστούν κάποιες πρακτικές μας. Ο ιός δεν θα είναι η αιτία αλλά η αφορμή για να επιταχυνθούν αρκετές εκφάνσεις της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης. Όποιος θέλει όμως να χαζεύει από το παράθυρό του, όσο θα το επιλέγει εκείνος, ας συνεχίσει να το πράττει ανενόχλητος μέχρι να σβήσει ο ήλιος.