Μέγα μυστήριον και θαύμα καινόν!
26-04-2019

Πίσω στο μακρινό 1990. Σήκωσα το ακουστικό στο επίμονο κουδούνισμα του τηλεφώνου. «Είμαι η Χριστιάνα Σταματέλου, διευθύντρια της ελληνικής έκδοσης του Marie Claire», άκουσα μιαν άγνωστη γυναικεία φωνή να συστήνεται. «Μου έδωσε τον αριθμό σας η Μανίνα Ζουμπουλάκη. Τι θα λέγατε να βρεθούμε αύριο το πρωί για να συζητήσουμε από κοντά την προοπτική μιας συνεργασίας; Τα γραφεία μας είναι επί της οδού Πανεπιστημίου ψηλά, στο κτήριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού». Κατάπια την γλώσσα μου. Στην προσπάθειά μου να κερδίσω λίγο χρόνο προφασίστηκα ότι για την επομένη ήταν αδύνατον, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα ήμουν απασχολημένος με κάτι εξαιρετικά σοβαρό. Αντιπρότεινα έτσι να κάνουμε το ραντεβού μας την μεθεπομένη. Συμφώνησε και κατέβασα με ανακούφιση το ακουστικό. Ήταν αρχές Φλεβάρη κι εγώ από μέρες παρέμενα κλινήρης σε άθλιο χάλι. Είχα πάρει από μόνος μου, για δεύτερη φορά τ’ ομολογώ, την μεγάλη απόφαση να διακόψω κάθετα και χωρίς άλλη υποστήριξη, την ολέθρια εξάρτηση από τις ναρκωτικές ουσίες. Μόνο όποιος έχει παρόμοια εμπειρία μπορεί να καταλάβει πόσο απελπιστικά δύσκολο είναι κάτι τέτοιο. Πόσο επίπονο σωματικά και ψυχικά, ίδιο με Γολγοθάς, μέρες που είναι…

Πανικοβλήθηκα στην σκέψη ότι θα έπρεπε στην κατάσταση που βρισκόμουν να ανασυνταχθώ άμεσα. Να μαζέψω όσα κουράγια μου είχαν απομείνει και να αντιμετωπίσω με επιτυχία την καινούργια επαγγελματική πρόκληση που μόλις είχε ξεπροβάλλει από το πουθενά. Από την άλλη καταλάβαινα πως αυτή η ξαφνική πρόταση ήταν σίγουρα ένα θετικό σινιάλο, ένα αισιόδοξο μήνυμα που δεν μου επιτρεπόταν να το αγνοήσω. Μέσα στην οδύνη του κορμιού και την μαυρίλα του μυαλού μου, μια μικρή αχτίδα φωτός είχε μόλις εισχωρήσει. Ίσως σκέφτηκα να ήταν ένα είδος ανταμοιβής για την ταλαιπωρία που περνούσα. Και μια επιβράβευση για την μεγάλη απόφαση. Όταν έφθασε όμως η ημέρα της συνάντησης, μου ήλθε να κάνω πίσω. Ένιωθα αδύναμος για ένα τέτοιο εγχείρημα. Προτιμούσα να ματαιώσω το ραντεβού και να καθίσω ασφαλής στο κρεβάτι μου. Μόνος και δυστυχής να κολυμπάω στην μιζέρια μου. Ο μαχητικός εαυτός μου εξαγριώθηκε: «Αρκετά σε ανέχτηκα. Σήκω επάνω, πλύσου, ντύσου, στολίσου και πήγαινε στον προορισμό σου. Πήγαινε και φρόντισε να κερδίσεις τουλάχιστον τις εντυπώσεις», άκουσα να μου λέω… Κάτι πήγε να αντιμιλήσει ως συνήθως περί αδυναμίας και φόβου ο ηττοπαθής, αλλά κατακεραυνώθηκε: «Δεν σηκώνω κουβέντα. Κάνε αυτό που σου λέω και κόψε τις κλάψες». Υποτάχθηκα χωρίς άλλες περιστροφές στην υγιή φωνή της λογικής και έκανα ακριβώς ό,τι θα έπρεπε να κάνω.

Τα πράγματα πήγαν εξαιρετικά καλά. Κανένας δεν κατάλαβε πόση προσπάθεια κατέβαλα για να είμαι γοητευτικός. Σημασία είχε ότι τα κατάφερα. Φεύγοντας μάλιστα είχα στην τσέπη μου και την πρώτη ανάθεση θέματος εκ μέρους της διευθύνσεως. Λόγω του επικείμενου Πάσχα, τους πρότεινα να μεταβώ στο Άγιον Όρος με τον  φωτογράφο Χάρη Χριστόπουλο, φίλο απ’ τα παλιά, για να κάνω ένα σχετικό ρεπορτάζ. Τους άρεσε πολύ η ιδέα. Από κοντά προστέθηκαν αυθορμήτως στην παρέα ο από χρόνια μοναχικός οδοιπόρος και γνώστης του Όρους Άρης Δαβαράκης και ο Γιώργος Παυριανός. Με αυτή την σύνθεση το κουαρτέτο των φίλων πέταξε με την πρώτη πρωινή πτήση της Ολυμπιακής για την Θεσσαλονίκη. Από εκεί ναυλώσαμε ένα ταξί για την Ουρανούπολη της Χαλκιδικής. Εξασφαλίσαμε τα απαραίτητα «διαμονητήρια» και επιβιβαστήκαμε στο πλοιάριο με προορισμό την Δάφνη, το μικρό επίνειο του Όρους. Φθάνοντας μας παρέλαβε το πούλμαν για τις Καρυές, την πρωτεύουσα της υπέρ χιλιετούς Αθωνίτικης Πολιτείας. Στην συνέχεια κινήσαμε, πεζή πλέον, για την κοντινότερη μονή  Σταυρονικήτα. Μόλις άρχιζε η τύποις αλλά και ουσία περιπλάνηση μας στην πολυπόθητη μοναστική κοινότητα του Όρους.

Κατά την διάρκεια του διάπλου από την Ουρανούπολη στην Δάφνη, κάπου εκεί στην μέση περίπου, ένιωσα κάτι ν΄αλλάζει, ανεπαισθήτως όλως. Το άγχος και το υπερβολικό σφίξιμο που από χρόνια κουβαλούσα στην ψυχή μου μεταμορφώθηκε σιγά σιγά σε κάτι ήσυχο και τρυφερό. Μια γλυκύτατη ηρεμία κατέφθασε από το πουθενά και τα σκέπασε όλα. Όσο περπατούσαμε μέσα στην ομορφιά της φύσης, τόσο αύξανε εντός μου η γαλήνη. Γύρω μας από παντού υπήρχαν πλαγιές καλυμμένες με καστανιές, λεύκες, οξιές, πλατάνια και βαθυπράσινες δάφνες. Υπόγειες νεροσυρμές είχαν βρει δίοδο στην σχισμή κάποιου βράχου. Ανάβλυζαν αίφνης μορμυρίζοντας ήχους ξεχασμένους. Τα πετεινά του ουρανού, χαρίεντα κι αθώα γλυκολαλούσαν στο τελευταίο φως της ημέρας. Ενώ πέρα μακριά στον ορίζοντα απλωνόταν το Αιγαίο, ανεξάντλητο στους αιώνες και απαστράπτον. Και ξαφνικά σε κάποια στροφή του μονοπατιού ξεπρόβαλλε μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας ένα κάστρο παραμυθιού με πέτρινα τείχη, ψηλά καμπαναριά και λιθόκτιστες στέγες. «Το Βυζάντιο είναι εδώ. Υπάρχει και αναπνέει», σκέφτηκα, όχι χωρίς συγκίνηση.

Την θρησκευτικότητα των μοναχών με την αδιάκοπη σχεδόν προσευχή, την λιτότητα της διαβίωσης τους, φορές με ακραία εγκράτεια και τις λοιπές λεπτομέρειες της καθημερινότητάς τους τις έχουν περιγράψει σε δημοσιευμένα ρεπορτάζ ουκ ολίγοι πριν, καθώς και μετά από εμένα. Με δυο λόγια είναι πράγματα γνωστά στους περισσότερους. Μπορεί να παραμένει άβατον για τον γυναικείο πληθυσμό, πλην όμως ένας ικανός αριθμός ανδρών το έχει επισκεφθεί και συνεχίζει με αυξανόμενο ολοένα ρυθμό να το κάνει. Κι όλοι αυτοί χωρίς αμφιβολία όταν επιστρέφουν στον έξω κόσμο, μιλούν και περιγράφουν στους οικείους τους, όσα πολλά και θαυμαστά συνάντησαν εκεί. Άρα περιττεύει κάπως η επανάληψη μιας ακόμη «ξενάγησης». Από 1990 της πρώτης φοράς μέχρι σήμερα ανέβηκα με φίλους ή και μόνος, αρκετές φορές στο Όρος. Γιόρτασα μάλιστα Χριστούγεννα και Άγιο Πάσχα αντάμα με τους αδελφούς μοναχούς. Πάντοτε με την ίδια συναισθηματική φόρτιση και συγκίνηση. Προτιμώ λοιπόν να σταθώ σ΄ ένα ξεχωριστό γεγονός που στάθηκα τυχερός ο ίδιος να ζήσω στην αρχαιότερη και πρώτη τη τάξει ιερά μονή, αυτήν της Μεγίστης Λαύρας, την πλέον προσφιλή μου.

Στον επόμενο σταθμό μας λοιπόν που ήταν η Μεγίστης Λαύρας, έπεσα επάνω σ΄ έναν φίλο αγαπημένο με μεγάλο πρόβλημα εξάρτησης, ολόιδιο με το δικό μου. Μόλις είχε αφιχθεί κι εκείνος με την κρυφή ελπίδα, όπως μου αποκάλυψε, να γλιτώσει από την κόλαση των ναρκωτικών που από χρόνια ήταν παγιδευμένος. Γνώριζα την κατάστασή του από πρώτο χέρι, είχαμε από κοινού «τραβηχτεί» κατά το πρόσφατο παρελθόν στα περισσότερα γνωστά στέκια και τις πιάτσες προς εξασφάλιση της δόσης μας. Υπήρξαμε συνένοχοι της ίδιας παραβατικής δράσης και θύματα ομού της ηρωίνης. Του ευχήθηκα καλή δύναμη, αν και δεν πίστευα ομολογώ, λόγω προσωπικής εμπειρίας, πως θα τα καταφέρει και μάλιστα τόσο εύκολα κι απλά. Τις μέρες που μείναμε παρέα μιλούσαμε διαρκώς και με ενημέρωνε  λεπτομερώς για την πορεία της κατάστασής του. Τον πήρε μάλιστα για εξομολόγηση ο τότε άγιος ηγούμενος της μονής, ο ιερομόναχος Φίλιππος. Επέστρεψε μετά την συνομιλία τους ολοφάνερα συγκλονισμένος. Πάλευε πραγματικά και το έβλεπα. Παραδόξως όμως δεν είχε καθόλου σχεδόν τα αναμενόμενα, τα τόσο δύσκολα στερητικά συμπτώματα, γνωστά σε όλους τους χρήστες που προσπαθούν να απεξαρτηθούν. Τον ενθάρρυνα διαρκώς, όπως μπορούσα. Ήμουν κι εγώ αρκετά αδύναμος ακόμη και φοβισμένος, ως άρτι ανανήψας. Χώρια το άγχος που ένιωθα, καθότι άπειρος και νέος στον χώρο, σχετικά με την επαγγελματική υποχρέωση που είχα αναλάβει. Ανησυχούσα μήπως δεν καταφέρω τελικά να βγάλω το θέμα μου. Οι μοναχοί ήταν καχύποπτοι και επιφυλακτικοί στο άκουσμα της δημοσιογραφικής μου ιδιότητας. Αρνούνταν να μιλήσουν για οτιδήποτε, πόσο δε μάλλον να στηθούν και να φωτογραφηθούν από τον Χριστόπουλο. Είχε καεί βλέπεις η γούνα τους, ουκ ολίγες φορές, με τα διάφορα επικριτικά σχόλια ή τα «κίτρινα» ρεπορτάζ των εφημερίδων και των περιοδικών.

Φεύγοντας από την Λαύρας τον πήραμε μαζί μας στο οδοιπορικό που κάναμε. Παρότι ο ηγούμενος, κατά την πάγια τακτική της φιλάνθρωπης διακονίας του, τον προέτρεψε χάριν του δικού του καλού να παραμείνει για ένα ικανό διάστημα – επικοινώνησε μάλιστα τηλεφωνικώς με τους γονείς του φίλου αναλαμβάνοντας την όλη ευθύνη της παραμονής του – εκείνος ευγενικά αρνήθηκε και προτίμησε να ενσωματωθεί στην δική μας παρέα. Ήταν πλέον ένας άλλος άνθρωπος, ξαναγεννημένος! Ενδόμυχα καταλάβαινα ότι, τι μέγα μυστήριον, μέσα σε ελάχιστες ημέρες είχε θεραπευτεί οριστικά πλέον, ανώδυνα και γλυκά, από την χρόνια εξάρτησή του. Μάλιστα το ανακοίνωσα έτσι ακριβώς στους ανήσυχους οικείους του, όταν κατά την επιστροφή μας τον παρέδωσα στα χέρια τους. Η μητέρα του με δάκρυα στα μάτια με ευχαρίστησε για την συμπαράσταση. Το παιδί της είχε επιτέλους γλιτώσει, το καταλάβαινε κι εκείνη με το αλάθητο ένστικτό της. Ο πατέρας ως παλαιός κομουνιστής, παρέμενε πιο επιφυλακτικός και δύσπιστος στα «θαύματα». Τουλάχιστον ας είχε, αν μη τι άλλο, εμπιστοσύνη στο θαύμα της θέλησης του κάθε ατόμου. Δεν τον ψέγω, τον είχε απογοητεύσει κατ΄ επανάληψιν ο κανακάρης του στο ζήτημα αυτό. Κι όμως, στα τριάντα χρόνια που ακολούθησαν ο φίλος μου παρέμεινε σταθερά «καθαρός», όπως σωστά πίστευα από την πρώτη στιγμή. Και υγιής, μακρυά από κάθε εξάρτηση.

Έναν μήνα περίπου μετά κατέφθασε το Πάσχα. Το οδοιπορικό στο Άγιον Όρος δημοσιεύτηκε με επιτυχία στο περιοδικό Marie Claire. Άρεσε πολύ, έκανε θυμάμαι εξαιρετική εντύπωση. Ας είναι ευλογημένο! Κι εμείς κατά το μεγαλοβδόμαδο, σύσσωμοι μεταβήκαμε εκ νέου στο ολάνθιστο Περιβόλι της Παναγιάς, στο εναπομείναν Βυζάντιο. Θέλαμε ως απλοί προσκυνητές αυτή την φορά, ευγνωμονούντες για την θεία χάρη που αξιωθήκαμε, να ζήσουμε καθώς αρμόζει την κατάνυξη του θείου δράματος και να συνεορτάσουμε από κοινού με τους αδελφούς μας μοναχούς το μέγα θαύμα της Ανάστασης του Κυρίου.