Η παγωμένη υγρασία τρύπωνε κάτω απ τη φούστα μου και περόνιαζε την υπογάστρια χώρα και την κοιλιά μου.
Σερνόταν πάνω στις πλευρές μου και μου έσφιγγε το στήθος .
Πονούσε όλο το σώμα μου.
Περασμένες δύο το βράδυ.
Παραδίπλα η μισή κωμόπολη κοιμόταν.
Η άλλη μισή ήταν στα σκυλάδικα κι η υπόλοιπη στις πόκες, στο κουμάρι και τα ζάρια.
Εμείς οι δυο όμως ήμασταν αλλού.
Κοντά αλλά αλλού.
Το νεκροταφείο ήταν φυσικά ήσυχο τέτοια ώρα.
Κάτι λίγα καντηλάκια τρεμόσβηναν φωτίζοντας μαρμάρινους σταυρούς που είχαν μαυρίσει σχεδόν απ την πολυκαιρία.
Οι περισσότεροι τάφοι στην επαρχία είναι οικογενειακοί.
Κοιμούνται εκεί μέσα οι συγγενείς περιμένοντας άλλους συγγενείς να έρθουν απ έξω, κάνουν παρέες όπως και οι ζωντανοί, μπορεί και να συνωμοτούν η ν’ αστειεύονται.
Κανείς δεν ξέρει.
Πάνω σ’ ένα τέτοιο τάφο ήμουν μισοκαθισμένη.
Είχα διπλώσει τα πόδια μου σφιχτά και προσπαθούσα να χουχουλιάσω τα χέρια μου.
Δεν τα ένοιωθα.
Κάπου μέσα στο αυτοκίνητο είχα τα γάντια μου μα η στιγμή δεν μου επέτρεπε να ζητήσω τίποτε μια και το αμάξι ήταν παρκαρισμένο έξω από το κοιμητήριο.
Εβλεπα απο μακριά τα φιμέ τζάμια και τα καπάκια απ τις ρόδες να γυαλίζουν στο φως του τηλέγραφου.
Δίπλα μου σε απόσταση αναπνοής καθόταν ο Εκείνος.
Ο Εκείνος ήταν ο Ενας.
Ήθελε νάναι ο Ενας και Μοναδικός της ζωής μου.
Ήθελα κι εγω νάναι ο Ενας μου.
Κι εγω νάμαι η Μία του.
Διπλομανταλωμένοι θέλαμε νάμαστε.
Με ζώνες παρθενίας, με διπλές χειροπέδες, με σκοινιά, με άγκυρες, κτισμένοι στο βυθό της θάλασσας όταν δεν ήμασταν μαζί.
Σε παραμύθια χωρίς πόρτες και παράθυρα.
Σε κουκλόσπιτα με τυφλούς φεγγίτες.
Στην πραγματικότητα και για να λέμε τα πράγματα έξω απ’ τους κυνόδοντές μας να φάμε ο ένας τον άλλον θέλαμε σε λουκούλλειο γεύμα, μα που τέτοιο λυτρωτικό θάρρος!
Ο Εκείνος σαν γνήσιος επαρχιώτης σπουδαγμένος στη Αμέρικα, έβλεπε σε μένα τις ροδακινιές των παιδικών του χρόνων ολάνθιστες και κάτι απ’ τη μάνα του.
Η Εγώ ήμουν εργαζόμενο νιάτο απ τα 19 μου σε περιβάλλον με δηλητηριώδεις συσκευασίες ιαμάτων.
Είχα δει ως μοναχοκόρη με τον πατέρα καουμπόικα έργα και με την μάνα όλα τα μιούζικαλ της δεκαετίας του 60-70.
Στον Εκείνο έβλεπα τον Ελβις Πρίσλευ με καουμπόικα ρούχα να σκοτώνει όλους τους κακούς στη σαβάνα του Νομού Ημαθίας.
Τα νιάτα όμως που σαρώνανε τότε τις υπάρξεις μας είχαν περίεργες κι επικίνδυνες στροφές και φουσκοθαλασσιές.
Πάνω σε μια τέτοια στροφή ο Εκείνος έφυγε στην Αμερική για meetings και μπίζνες με σχιστομάτιδες.
Έμεινα πίσω μόνη, βρήκα πρώτη φορά χρόνο να αδειάσω το μυαλό μου μετά απο 8 μήνες που ήμασταν μαζί, σκέφτηκα, ξανασκέφτηκα είδα τα αδιέξοδα περίπου στο μέγεθος της Πορτάρας του Γεντί Κουλέ κι αποφάσισα να ψάξω αλλού την τύχη μου.
Ενω ήμουν φουλ ερωτευμένη με τον Εκείνο.
Κολυμπώντας στην ανασφάλεια που δημιούργησε η απόσταση…
Ετσι έλεγα.
Η αλήθεια ήταν οτι το μυαλό μου ήταν θολό, οι ενδορφίνες του έρωτα χτυπούσαν κόκκινο, η τρικυμία εν κρανίω ήταν ολούθε και η κραιπάλη μου δεν είχε προηγούμενο σε οινοπνεύματα και ξενύχτια.
Αποτέλεσμα όλης αυτής της μπερδεμένης κατάστασης ήταν να φτάσουν στ’ αυτιά του Εκείνου τα κατορθώματά μου ενω έλειπε, να γυρίσει εσπευσμένα παρατώντας τα μισά meetings και να είμαστε στα νεκροταφεία περασμένα μεσάνυχτα.
Οσο κι αν χουχούλιαζα τα χέρια μου συνέχιζα να μην τα αισθάνομαι, άκουγα όμως λυγμούς και κατά διαστήματα ρουφήγματα της μύτης που προσπαθούσε να την αποφράξει με τεχνητές ανατινάξεις της γλώσσας πάνω στον ουρανίσκο του ματαίως.
Ο Εκείνος μου έκλαιγε.
Έκλαιγε γοερά αλλά βουβά.
Ηταν εξαιρετικά ατυχές το γεγονός οτι δεν είχαμε χαρτομάντηλα κι οτι η βρύση του νεκροταφείου βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση.
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα γεμάτη αμηχανία τα ονόματα των συγγενών του πάνω στον τάφο προσπαθώντας να δώσω λίγο χρόνο μπας και συνέλθει αλλά δεν έβλεπα να γίνεται τίποτε.
Η κατάστασή του χειροτέρευε, τα μπουκώματα άρχισαν να γίνονται ρινικές πλημμύρες που κατέληγαν στα μανίκια του, ωστόσο στις παροτρύνσεις μου να φύγουμε το μόνο που έλεγε ήταν:
«όχι πρώτα θα μου ορκιστείς»
Κι εγώ, η Εγώ του, ορκίσθηκα.
Στον πατέρα, την μάνα του, τον παππού και την γιαγιά του.
Οτι θάμαι πιστή .
Ακλόνητη.
Με αιώνια αφοσίωση και αγάπη.
Αυτά άκουσε απο μένα ο Εκείνος μου εκείνο το βράδυ πάνω στον οικογενειακό τάφο.
Οταν ρώτησα αν κι αυτός μ’ αγαπάει μου είπε τρελά πράγματα, ανομολόγητα, εξωκοσμικά.
Μου μίλησε για έρωτα όλεθρο, για τρυφερότητα ποτάμια.
Μου κατέθεσε τα ευαίσθητα, τα ιερά και τα όσια της ψυχής του πάνω στο μάρμαρο κι επειδή ήταν ένας άντρας που πάνω από όλα είχε ενα εξαιρετικά πηγαίο χιούμορ, μόλις αισθάνθηκε οτι το κλίμα ήταν πια πολύ βαρύ απ’ το πολύ αγαπητιλίκι μας, μου μίλησε και για τ’ άλλα.
Για το μπούκωμα της μύτης του, την απόφραξη, τις ποσότητες των ρινικών υγρών που δεν χύθηκαν ποτέ εκ μέρους του για καμιά άλλη γυναίκα παρά μόνο για μένα, το ρεζίλι και την ταπείνωσή του μπρός τα πόδια μου, αφήνοντάς με μισολιπόθυμη απ τα γέλια στις 3 τα ξημερώματα πάνω στον τάφο του πατέρα του.
Πιστή δεν έμεινα.
Ούτε κι αυτός.
Ζήσαμε όμως τα προσεχή 25 χρόνια ως αχώριστοι φίλοι δεμένοι με μεγάλη αγάπη και κυρίως ειλικρίνεια.
Μετά βαρέθηκε κι έφυγε.
Επίσης πέθανε.
Δεν τον ξαναείδα.
Νομίζω ζει στη Νότιο Καρολίνα.
Δεν είμαι σίγουρη όμως.