Όσο για την εκλογή του Λίντμπεργκ, για μένα ήταν τελείως ξεκάθαρο: το απρόβλεπτο είχε πια συντελεστεί. Με άλλη μορφή, αυτό το νομοτελειακά απρόβλεπτο ήταν ό,τι μαθαίναμε στο σχολείο ως «Ιστορία», αθώα ιστορία, όπου ό,τι στον καιρό του θεωρούνταν αναπάντεχο, καταγράφηκε ως αναπόφευκτο. Ο τρόμος του απρόβλεπτου είναι αυτό που συγκαλύπτει η επιστήμη της Ιστορίας, μετατρέποντας τη συμφορά σε έπος.
― Φίλιπ Ροθ, Η Συνωμοσία Εναντίον της Αμερικής, 2004.
Αυτό που περιγράφει ο Ροθ στο απόσπασμα που μόλις διαβάσατε, το αναπάντεχο που τελικά καταγράφεται από την ιστορία ως αναπόφευκτο, το απρόβλεπτο που είχε πια συντελεστεί, ακουμπάει σε αυτό που αποτυπώνει στο «Στο Χείλος της Αβύσσου» ο Έριχ Κέστνερ· με τη διαφορά όμως ότι το απρόβλεπτο, εδώ, δεν είχε ακόμη συντελεστεί. Τα δύο μυθιστορήματα, αν και τα χωρίζουν περίπου 75 χρόνια στέκονται στις δύο πλευρές της αβύσσου. Το βιβλίο του Κέστνερ, γραμμένο στο τέλος του 1930, συνιστά μια σάτιρα της εποχής του. Περιγράφει σκηνικά και καταστάσεις που ενώ είναι μυθοπλαστικές μηχανεύσεις του συγγραφέα τους κομίζουν αδιάσειστα στοιχεία που δεν φαίνονται να απέχουν και τόσο από την πραγματικότητα. Το βιβλίο του Ροθ, γραμμένο το 2004, συνιστά ιστορικό μυθιστόρημα. Έχει το βλέμμα του στραμμένο στο παρελθόν, και κάνει μια υπόθεση εργασίας πάνω σε μια προκείμενη: τι θα είχε συμβεί αν η Αμερική δεν έμπαινε στον Β΄ΠΠ. Το μυθιστόρημα του Κέστνερ κοιτάζει μπροστά· ψυχανεμίζεται το μέλλον. Το μυθιστόρημα του Ροθ κοιτάζει πίσω· αναστοχάζεται στο παρελθόν. Αμφότερα συνιστούν μυθοπλασίες· μυθοπλασίες όμως που καθορίζονται και θεριεύουν από μια πραγματικότητα: από τα πλοκάμια της αβύσσου που χάσκει ανάμεσά τους· από το όνειδος της ναζιστικής Γερμανίας.
Το βιβλίο τού Κέστνερ περιγράφει ένα σκηνικό υπερβολής με σκοπό να ταρακουνήσει τον αναγνώστη της εποχής του. Ο ίδιος ο συγγραφέας το ξεκαθαρίζει αυτό στις εισαγωγές των διαφόρων εκδόσεων του βιβλίου που συνοδεύουν την καλαίσθητη έκδοση που έχουμε στα χέρια μας (Πόλις, 2019). Ο Κέστνερ αποτυπώνει μια κοινωνία, αυτή του Βερολίνου στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, στην οποία δεν ενδημεί πλέον τίποτα πέρα από το εγώ· πέρα από γκροτέσκα, διογκωμένα, ασύδοτα «εγώ». Ο πρωταγωνιστής, ο Γιάκομπ Φάμπιαν, περιδιαβαίνει χώρους διασκέδασης, εργασιακούς χώρους, πανεπιστήμια, σπιτικά, ατελιέ καλλιτεχνών, για να διαπιστώσει ότι πουθενά πια δεν ευδοκιμεί κάτι άλλο εκτός από το πνεύμα της καλοπέρασης, της ασυδοσίας, και του λιμπερτινισμού, ως αποτέλεσμα αυτού τού άκρατου εγωκεντρισμού που έχει διαποτίσει κάθε έκφανση τόσο των κοινών, όσο και όσων άπτονται της σφαίρας τού ιδιωτικού. Ο ίδιος ο Φάμπιαν φυσικά και δεν παραμένει ανεπηρέαστος απέναντι σε αυτό το σκηνικό. Παρότι όσα συναντάει στο διάβα του και όσα στα οποία καλείται να συμμετέχει του δημιουργούν μια συγκαλυμμένη αποστροφή, έχει, και ο ίδιος, υποστεί στον ψυχισμό του τις συνέπειες διαβίωσης σε αυτόν τον κοινωνικό περίγυρο: όχι μόνο έχει απολέσει την ικανότητά του να δημιουργεί και να συντηρεί σχέσεις―ερωτικές, φιλικές, επαγγελματικές―αλλά βιώνει ακόμη και το πένθος απέναντι στο θάνατο προσφιλών του προσώπων, διεκπαιρεωτικά, ωσάν κομμάτι μιας παράστασης.
Το βιβλίο του Ροθ σκιαγραφεί μια Αμερική, από το 1940 μέχρι το 1942, στην οποία δεν έχει εκλεγεί πρόεδρος ο Ρούσβελτ αλλά ο διάσημος πιλότος Τσαρλς Λίντμπεργκ. Η Αμερική αυτή ασπάζεται το δόγμα του απομονωτισμού και αυτό που περιγράφει ο Κέστνερ στο βιβλίο του σε επίπεδο ατόμου το εφαρμόζει ο Ροθ σε επίπεδο έθνους στο δικό του. Ο απομονωτισμός της Αμερικής τού Ροθ είναι τελικά ο γκροτέσκος, εγωκεντρικός, απομονωτισμός των ατόμων της κοινωνίας που αφουγκράζεται ο Κέστνερ. Η άρνηση και η συνακόλουθη αδυναμία ενσυναίσθησης προς τον συμπολίτη άλλο στο βιβλίο του Κέστνερ αντικατοπτρίζεται στη στάση τής Αμερικής του Ροθ. Έτσι, ο απολιτίκ μικροαστισμός του Φάμπιαν ως χαρακτήρα καθρεφτίζεται στον απολιτίκ απομονωτισμό της Αμερικής τού Ροθ. Αλλά ο παραλληλισμός και η σύνδεση αυτή γίνονται βαθύτερες και πιο διακριτές όταν αντιπαραθέσει κάποιος τους προβληματισμούς του μυθιστορήματος του Κέστνερ στο μυθιστόρημα του Ροθ.
«Ήθελαν να τον κάνουν να πιστέψει ότι, όταν περνάς καλά, γίνεσαι αυτομάτως και καλός άνθρωπος; Μ’ αυτή τη λογική, όσοι ελέγχουν τις πετρελαιοπηγές και τ’ ανθρακωρυχεία θα ‘πρεπε να είναι άγγελοι» (σ. 230), διερωτάται ο Φάμπιαν μέσα από τον διαρκή δισταγμό, από την άτεγκτη ηθικολογία του, να ασπαστεί ιδέες και να πράξει. Ενώ μερικές γραμμές πιο κάτω δηλώνει ότι «[α]κόμα και όταν φτιάξεις τον παράδεισό σου, οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να σπάνε ο ένας τα μούτρα του άλλου» (σ. 230).
Ο τρόμος που διαπερνά τον αναγνώστη του βιβλίου του Ροθ δεν έχει να κάνει τόσο με το πόσο λανθασμένη αποδεικνύεται τελικά η στάση του απομονωτισμού αλλά με το πόσο λογική και σώφρων φαντάζει η θέση του προέδρου Λίντμπεργκ όταν μιλάει για την αποχή της Αμερικής από έναν πόλεμο που δεν την αφορά γιατί αφορά μόνο την εβραϊκή μειονότητα. Στον πυρήνα του εφιάλτη που συνιστά η συνωμοσία αυτή εναντίον της Αμερικής μπορεί να διακρίνει κάποιος τόσο την ηδονοθηρία και τον καταναλωτισμό της κοινωνίας που περιγράφει ο Κέστνερ, όσο και την απολιτίκ στάση του ίδιου του ήρωά του, του Φάμπιαν, που ανάγει την ηθικολογία του σε θρησκεία. Ηθικολογία που φαντάζει όμως λογική ακόμη και μέσα στην υπερβολή της όπως σκιαγραφείται από τον Κέστνερ. Προσέξτε ότι η ερωμένη του Φάμπιαν ολισθαίνει στις σεξουαλικές επιθυμίες του πλούσιου παραγωγού του κινηματογράφου με επιχείρημα την αδυναμία του ζεύγους να αντεπεξέλθει στις ανάγκες εξασφάλισης των προς το ζην τους. Η προδοσία της έχει μια λογικοφανή δικαιολογία. Τα ολισθήματα, ηθικής κυρίως τάξης, των Γερμανών της εποχής του μυθιστορήματος του Κέστνερ έχουν λογικοφανείς δικαιολογίες που αντλούν την ορμή τους από γενικεύσεις περί της ματαιότητας κάθε αντίστασης: «Αντί να σώσετε τον κόσμο, καλύτερα να το διασκεδάσετε. Τα είπαμε αυτά, πρέπει να ζούμε τη ζωή μας προτού έρθει ο θάνατος» (σ. 86), θα πει ο εξέχων «νομικός σύμβουλος» ως συμβουλή στον γιο του και τον Φάμπιαν.
Οι Γερμανοί που δεν έχουν ακόμη στραφεί συνειδητά εναντίον των Εβραίων είναι οι Αμερικανοί που έχουν, διαμέσου του πρόεδρου τους, ασπαστεί τον απομονωτισμό και έχουν αποφασίσει να μην στραφούν εναντίον της ναζιστικής μηχανής. Οι Αμερικάνοι του Ροθ, ως άλλοι Γερμανοί του Κέστνερ, θα κρυφτούν πίσω από το «[…] πρέπει να ζούμε τη ζωή μας προτού έρθει ο θάνατος». Ούτε στο βιβλίο του Κέστνερ ούτε στου Ροθ έχει συμβεί το ολοκαύτωμα. Και στα δύο βιβλία η κοινωνία φαντάζει όχι μόνο άμεμπτη ευθυνών αλλά, παραδόξως, και αναρμόδια να επινοήσει λύσεις που θα αποτρέψουν τη διολίσθησή της στην άβυσσο. Η κοινωνία, και στα δύο βιβλία, φαντάζει κεκαθαρμένη από το βάρος της επιλογής και εμφανίζεται, και στις δύο περιπτώσεις, να βαυκαλίζεται σε μια νιρβάνα επίπλαστης ευμάρειας. Ο Φάμπιαν, προς το τέλος του βιβλίου, εγκαταλείπει αποκαρδιωμένος το Βερολίνο και επιστρέφει στη γενέτειρά του. Με τον τρόπο του εφαρμόζει και αυτός το δόγμα της απομόνωσης. Ο μικροαστισμός του τον ωθεί να αναζητήσει καταφύγιο στο γνώριμο από τα παιδικά του χρόνια περιβάλλον. Ο Κέστνερ, που τελικά δεν έχει απαντήσεις, προτάσσει, για τον ήρωά του έναν αταβισμό, και για τους αναγνώστες του μια προτροπή: «Μάθετε κολύμπι!».
― Φίλιπ Ροθ, Η Συνωμοσία Εναντίον της Αμερικής, μτφρ. Ηλ. Μαγκλίνης, (2004) 2007, Πόλις.
― Έριχ Κέστνερ, Στο Χείλος της Αβύσσου, μτφρ. Α. Σαλταμπάση, (1930) 2019, Πόλις.