Με τον Σύριζα συγκυβερνήτη, είχαμε γνωρίσει πλήθος πανελληνίως αγνώστων με κύριο γνώρισμα ότι στο βιογραφικό τους αφθονούσε η συμμετοχή στα κινήματα και στους αγώνες, καθώς και (για τους πιο ηλικιωμένους) η στάση τους, ως αριστερών, στα χρόνια μεταξύ Κοσκωτά και Μητσοτάκη. Η άρνηση στράτευσης, η παρασκηνιακή δουλειά στις φυλακές, στους εξεγερμένους, και άλλα αντισυστημικά, ήταν βούτυρο στο ψωμί των αντιθέτων, κι έτσι φτιάχτηκε εκ του μηδενός μια μικροκοινωνία που βρήκε τα δύο τρίτα των Ελλήνων άκρως μπόσικα, διότι νόμιζαν πως επέκειτο Κροστάνδη. Στη βάση της, ήταν μια μικροκοινωνία άμαθων ατόμων, που χρησιμοποιούσαν την τρέχουσα γραφική ρητορική η οποία ήταν ψωμοτύρι στους χώρους των «αγώνων».
Στο πρώτο διάστημα, υπό τον αστερισμό Βαρουφάκη, οι άμαθοι πονήρεψαν, λοιδορήθηκαν, αλλά αυτό ακριβώς επιθυμούσαν: την εντατική χρήση της «διαφοράς» που ένα συστημικό κόμμα, μπορεί να ήθελε και έναν αιώνα για να την καταφέρει. Με τον Στρατό και την Εκκλησία στο απυρόβλητο (μάθετε να διακρίνετε την ρητορεία από το γνήσιο πογκρόμ) και τον Καραμανλισμό ως χειριστή αδιόρατης ευμένειας, αλλά και κάποιο σπρώξιμο του ξένου παράγοντα στο «πείραμα Τσίπρα», οι λέξεις «δημοψήφισμα», «Κωνσταντοπούλου», «Νομισματοκοπείο» και λοιπά, δημιούργησαν το πολιτικό παράδοξο του θέρους 2015, όταν η Βουλή των Ελλήνων συνηγόρησε ασύστολα υπέρ του νέου πειράματος, με κάτι φοβερά υπερδιακοσάρια σύμπνοιας «για να μη γκρεμοτσακιστούμε» χάρη και στον απίστευτα μονόμπατο Μεϊμαράκη και τους ήδη αποτυχημένους εμπράκτως κυβερνήτες της περιόδου 2009-2014. Κι έτσι, με λογικές απώλειες, ο Τσίπρας ξαναψηφίστηκε συγκυβερνήτης, διαλαλώντας πως θα κατάπινε το χάπι της Ανάγκης, αν και αυτός ήταν υπέρ της Έκστασης που περίμενε τη χώρα στο βάθος των κόπων του.
Το δόλωμα ήταν εκεί, διαθέσιμο, και το έβαλε αμάσητο στην πετονιά του: μπορεί να ήταν μνημόνιο και ελεγχόμενη πορεία, αλλά σιχαινόμαστε αμφότερα. Και κάθε τόσο, ζητούσε να ψηφιστούν νόμοι για ένα κοινωνικό κράτος θεωρητικής ισότητας, και το οποίο, στριμωγμένα τα χάπατα της δήθεν αντιπολίτευσης, ψήφιζαν μανιωδώς.
Η μόνη διαφυγή, ήταν εκεί, αλλά τα χάπατα δεν την ήθελαν. Μουγκαμάρα και εχθρική άρνηση σε όλα ήταν ο μονόδρομος που κανένα αντίθετο κόμμα δεν τήρησε. Στο μεταξύ, ο Σύριζα απέκτησε δεινούς τακτικιστές, τους έχει και σήμερα, αρκούντως μπαρουτοκαπνισμένους. Και πάνω στη στροφή, μιας νέας ηγεσίας απαραίτητης στη Νέα Δημοκρατία, ο Σαμαράς υποστήριξε τον πιο αδύναμο κρίκο του Μητσοτακισμού, οδηγώντας τον σε αμηχανία, ενώ ο Καραμανλής περίμενε, υπό αδιόρατη ευμένεια.
Όλα αυτά δεν έγιναν για να γυρίσει ο ήλιος, αλλά για να στερεοποιηθεί το Συριζικό μάγμα. Παπαγαλάκια διέδιδαν πως ο Σύριζα θα επέστρεφε στη γνωστή σαλοτραπεζαρία του 4%, μια εκτίμηση προδήλως ξεκούδουνη και ανοητη. Ο Μητσοτάκης ζητούσε μονότονα εκλογές και αναγκαστικά άρχισε να δουλεύει φασόν, οργανώνοντας μια μελλοντική διοίκηση βαθύτατα απολίτικη με ακροδεξιά ούγια, αυτήν που καμαρώνουμε και σήμερα. Ήταν προφανές πως θα νικούσε το 2019, αλλά ο Σύριζα ήταν ήρεμος, καθώς καβάτζωσε το ένα τρίτο πάνω κάτω, των ψηφοφόρων. Ήταν μια λαμπρή πλατφόρμα, να μη αποξενωθεί από δύο εκατομμύρια περίπου, ψηφοφόρων.
Και των δύο «μονομάχων» ο στόχος κατορθώθηκε: ήταν ο εξευτελισμός και η απομείωση του Κέντρου. Αμφότερα τα κόμματα δημιούργησαν ξενώνες λαμπρούς, με καλαθάκι δώρων στο δωμάτιο και τζάμπα ποτά στο ψυγειάκι.
Με αυτά και με άλλα, η χώρα έχασε το λούστρο του ποθητού λαφύρου και τα φώτα χαμήλωσαν. Μας περιμένει στο μέλλον ένας βαθύς δικομματισμός, από τον οποίο έχει αφαιρεθεί η ένταση, αλλά θα κρατήσουν εσαεί το γαλάζιο ή ροζ χρωματάκι του νεογέννητου.
Ηταν άδικο, πλην έγινε πράξη.
Ασχοληθείτε πλέον με λάθος πρόσωπα σε λάθος θέσεις και λάθος δηλώσεις σε λάθος χρόνο. Πιστεύοντας βέβαια πως αυτό το βαρέλι που δεν έχει πάτο, είναι μια κάλπη που ό,τι και να χώσεις στην σχισμή της, το περιμένει ένας καταστροφέας εγγράφων.