Λουμπάγκο και πολιτισμός
04-03-2018

Ένα χτεσινό λουμπάγκο με φαρμακώνει από χτες, αλλά κάτι μπερδεύτηκε στα σωματικά κυκλώματα και διάγω προσωρινώς βίο εύθυμο και σαρκαστικό. Όσο δεν εγκαταλείπω την σκληρή καρέκλα του γραφείου, όλα καλά. Η πληκτρολόγηση επιτρέπεται, όπως και η έγκαιρη τοποθέτηση χαπιών, αλοιφών και τσιγάρων στα εγγύς πέριξ. Κατά τα άλλα, παρατηρώ με νοσταλγία το μπαστούνι που έχει πέσει και δύσκολα θα το έχω στο χέρι. Ύπνος δεν υπάρχει, διότι απαιτεί κατάκλιση και κινήσεις, επομένως υφίσταμαι όλο και περισσότερη τηλεόραση, κι όχι μόνο την εμπορευματική. Κι έτσι, έφτασα να βλέπω κρατική τηλεόραση και υποδύομαι επί λίγες ώρες τον κουλτουριάρη. Ήτοι, βλέπω εκπομπές που σε άλλες συνθήκες θα με μελαγχολούσαν.

Πρώτη εντύπωση: πολλοί ποιητές, πολλές απαγγελίες, σοβαρός στοχασμός, διάλογοι μεταξύ ομοφρόνων, δημοσιογράφοι που το παίζουν 80-20 υπέρ του Δημοσίου κορβανά, τα γνωστά.

Αλλά με εντυπωσίασε ένα πράγμα. Για να γυρίσει  ο ήλιος, θέλει δουλειά πολλή. Για την ακρίβεια, ισορροπία στη σκαλωσιά, στο γιαπί στο πηλοφόρι, στο μυστρί.

Από το 1985(από τότε που δεν έκλεισε ποτέ η τηλεόραση στα δωμάτια που έζησα), δεν έχει αλλάξει το παραμικρό στα πολιτιστικά. Αν εξαιρέσω αγνώστους μου ανθρώπους, που μάλλον γεννήθηκαν αργότερα, λούστηκα τους πάντες που ήταν ανάλλαγοι από τα χρόνια της γλαυκής θύμησης. Τα πολιτικά μας ήρθαν τα πάνω κάτω, αλλά τα πολιτιστικά μας, παρεκτός κάτι ταμπέλες που άλλαξαν χορηγό και ιδιοκτησία, πανομοιότυπα. Δεν λέω ονόματα. Η ίδια αγαστή συνεργασία μεταξύ πασόκων και συνασπιστών, έτσι τους έλεγαν τότε. Η Νέα Δημοκρατία δεν διέθετε πολύν «πολιτισμό» και θυμάμαι μόνον έναν πυγμάχο προβληματισμένο με την κρίση των Ηθών και κάτι άλλους, παρόδιους και λαθρόβιους.

Παρουσίαση θεατρικών ομάδων που παρά την εξεγερτική τους (και εξαιρετική) τήρηση των δημοσίων σχέσεων, δεν παραλείπουν, καταλήγοντας να περιγράψουν την δημιουργική τους ομάδα, όπως έπρατταν οι καλλιτέχνες από τον καιρό της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας: «στην ομάδα (ελπίζω να μη ξεχάσω κανέναν) είναι η Σούζη η Αραβίνογλου, ο Τάσος ο Μπελόκιος, η αγαπημένη Νταίζη η Αλλοαζανφάνα, ο Νίκος ο Επιτρόπου, ενώ στα σκηνικά ο γλυκύς ο Αντώνιος ο Πιπονιέ ο τρίτος»

Μία πανελληνίως αποδεκτή (δεν ξέρω ακόμη το γιατί) φάτσα που θυμάμαι να υπάρχει διαχρονικώς ως τρυφερό πόδι των Ιροκέζων συνομιλεί με μια αυταρχική δημιουργό που σιχαίνεται τα πάντα εκτός από τον  θάνατο. Γνωστή κι αυτή από τα χρόνια των «θεατρικών αναλογίων» που ήταν το ΕΣΠΑ του πολιτιστικού τουρισμού, όταν κανένας δεν ήξερε τη  λίμνη Πλαστήρα.

Δεν ήταν επαναλήψεις. Ήταν παραγωγές 2016-2018. Μα τότε γιατί έγινε η Επανάσταση, τορέρος; Αφού δεν ξεκουνηθήκατε από τα στούντιο ποτέ!

Μετά συνήλθα και άναψε το λαμπάκι του κύρου Σμιθ. Θυμήθηκα πως στα χρόνια της διαφθοράς και των αναλογικών διανομών, οι άνθρωποι αυτοί ετιμώντο συνεχώς από τους διεφθαρμένους. Στις παρέες τους, στις κολακείες τους, πάντα και παντού. Αλλά βέβαια δεν ήταν του 7%, του 5%, του 35%. Έπαιρναν το μοναδιαίο ρεγάλο τους, και τέρμα. Θέτω φυλακήν, φραγμόν, ατλακόλλαν και ραφήν τω στοματί μου, διότι μια και είμαι στα κέφια μου, ντεφ να γενεί και το λουμπάγκο και το λουρί της μάνας του.

Δεν θα αργήσει η ώρα που θα τους δούμε και πάλι ένθερμους, και πάλι ιδρυματικούς (ήδη πολλοί ασκούνται στο άθλημα) και το τρισχειρότερο, ακόμη κι αν μας κυβερνήσει ο Δελαπατρίδης , πάλι εκεί θα βρίσκονται, ποτέ από χρέος μη κινούντες.