Αποδίδω το στράβωμα και την παραξενιά μιας συνείδησης, τόσο στο πέρασμα του χρόνου και στον αιφνιδιασμό του γήρατος, όσο και στην παλουκοκάφτρα, αδάμαστη και αγέραστη τέχνη των συμβάσεων που κάθε τόσο πλημμυρίζει τον Έλληνα λόγο.
Για παράδειγμα η επιστημονική γραφή, τουλάχιστον στις δισιπλίνες που μ΄ενδιαφέρουν, υπάγεται επί μισόν αιώνα και βάλε, στην διαχείριση ενός γλωσσαρίου τόσο αναμενόμενου, που αγγίζει την δουλοπρέπεια.
Κι όταν διαβάζω, ιδίως σε συλλογικά έργα, κάτω από τον τίτλο, μια πουτσούλα διασάφησης του στυλ «Τομές και συνέχειες» κόβω την ανάγνωση και κάλλιο να χάσω τα χρόνια μου στις εργασίες του «Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης» όπου, συνήθως οι ελέγχοντες είναι γραφικώτεροι και μηδίζοντες πολύ παραπάνω από τις αστοχίες των «μαθητών» τους.
Το να ξοδιάζεις τον βίο γράφοντας και διαβάζοντας ακατασχέτως, πίστευα πως ήταν η υπέρτατη ηδονή του ατόμου, μια υπερκιόνια ένταση στο ίδιο ύψος με την στήλη της πλατείας Τραφάλγκαρ. Αλλά αυτές οι θρασείες ελπίδες ενωρίς ψαλλιδίστηκαν, επειδή από τον επιστημονικό της πατρίδος μου λόγο, απουσιάζει τελείως ο σαρκασμός, η σαγήνη και ο λεπτός υπαινιγμός.
Φυσικά, πέρα από τις φανφάρες ή τις εμπράγματες θυσίες, υπάρχει και το εμπόριο. Αυτό που εντέλει απομένει, κρυπτικό και ασπαίρον και κανένας δεν το θίγει. Το ασύστολο κλέψιμο στο Δημόσιο, οι ζαϊρέδες που απαιτούσαν οι «αειναύτες» μας από τους επαναστάτες, οι μόδες και τα γκομενιλίκια, πανταχού παρόντα και αεί σβησμένα κάτω από το σφουγγάρι.
Άρα, όταν βλέπω στο f/b «χορηγούμενη» σελίδα, ξέρω πως ο πληρωτής, με τα δίκια του, θέλει να ανοίξει τον προβολέα σε περισσότερο κοινό. Άρα, ο εκδότης αναλαμβάνει να διαφημίσει ένα έργο λόγου ή τέχνης. Είμαστε τόσο εθισμένοι, ώστε αδιαφορούμε μετ΄ευτελείας.
Αλλά στην τηλεόραση; Και δη στην κρατική;
Τι νόημα έχει η προβολή έργων λόγου μέσω επιμελητών, κριτικών, δημιουργών και άλλων υποτροφιών; Θα μπορούσα να ανεχτώ οτιδήποτε αν άρχοντας του βίντεο ήταν ο σκηνοθέτης, ο μόνος αρμόδιος του έργου και της κινούμενης εικόνας. Και τι θα γίνει με αυτήν τη εμμονή στην «πλοκή» που πάντα μου θυμίζει το ξήλωμα των κουρδιστών παιχνιδιών, επειδή ήταν ζωντανή η αγωνία «τι έχουν μέσα;»
Αλλά η λογοτεχνία τσινάει αν τη θεωρήσεις αμήχανον τέχνημα αλληλολιβανιζόμενων χαρακτήρων. Αυτοί που συντελούν στη δημιουργία τέτοιων εκπομπών, βιάζουν βάναυσα με ψευδοσοφίες, κάθε ηλικία: από την εφηβική ματιά του σκύμνου έως την εκρηκτική φιλοδοξία ενός «ανερχομένου», σε περιβάλλον προέδρων, τιμητών και χασοδίκηδων.
Με τον σκηνοθέτη έγκλειστο σε μπουντρούμι, και τρελαμένους κατόχους μικροφώνου που απαγγέλουν τσιτάτα χάριν της ευφωνίας της αφεντομουτσουνάρας τους.
Δεν πρόκειται να σταματήσει αυτό το γαϊτανάκι. Ποτέ. Πόλεις και χώρες στραβώνουν τελεσιδίκως από την υπέρμετρη «εκδρομικότητα» του έλληνος λόγου. Υπάρχουν δημιουργοί εθισμένοι σε προτεραιότητα φιλοξενιών και συμμετοχής σε διακρατικές παπάρες σε ασύστολο βαθμό.
Τις προάλλες, υφίσταμαι την παρουσία σε ογκηρό πλάνο που θυμίζει τον χαζοβιόλη στο πάγιο εξώφυλλο του περιοδικού Mad, μιας ρετσέτας για την Τόνι Μόρισον, έτσι η Τόνι, αλλοιώς η Μόρισον, αποσπάσματα πλήξης και sophomore διαλεκτικής, με το ζόρι κατάλληλης να πνίξει στην αθυμία κάποια νεανική καρδιά. Γιατί; Eπειδή ο Madman, ως ερίφης, δρομολογεί ένα κοπάδι ταράνδων σε έναν κήπο με πανσέδες.
Έτυχε κάποτε και στάθηκα σε σιωπηλή ουρά αναμένοντας μια χειραψία, μια υπογραφή βιβλίου και μια ανταλλαγή χαμόγελων με την Τόνι Μόρισον. Ήταν μια συνήθης, προσωπική αβροφροσύνη και έτσι παρέμεινε. Και η «διαφήμιση» της νεκρής κυράς, από κάποιον που κράτησε σημειώσεις για τον βίο της, καθόλου δεν με ηρεμεί.
Να μάθουμε να μη ξεβρακώνουμε κανέναν και ένας ανά μυριάδα να μάθει τι θα πει ΑΟΖ. Όλα τα άλλα είναι μαλατσίες και επιδέχονται καταγγελία, μηνύσεις και διασυρμό.
(Εισαγωγή στα γηρατειά είναι να μη σε πνίγει το δίκιο σου, εντέλει)