Η λάμπα, σε χωριό, κρεμασμένη κάτω από τις μεγεθυμένες εικόνες των προγόνων σε ασβεστωμένο τοίχο, ήταν σε ένταση πολλαπλάσια από τα πολύφωτα σε αίθουσα της Βιέννης, όπου οι δυτικομακεδόνες απόδημοι, Δούμπας και Βέλλιος, ξόδιαζαν τα φλουριά τους.
Κυρίως το φως που μάκραινε τις σκιές ήταν η έμπρακτη απόδειξη πως τίποτε δεν ήταν ζήτημα φωτός, αλλά καθαρά μια υπόθεση σκιών.
Και υπό αυτές τις σκιές διάβαζα και δάκρυζα, σε βαθμό που όταν σώνονταν το φωτιστικό πετρέλαιο, ετών έντεκα εγώ, μου αρκούσε η ζωντανή κάφτρα ενός Κιρέτσιλερ για να διαβάζω τους «πιθηκάνθρωπους του δάσους» του Ιουλίου Βερν στην κόκκινη έκδοση.
Ήταν ωραία, ακόμη και το 1959 και στο χωριό δεν είχε έρθει μήτε το νερό καλά καλά. Είχε όμως πετρογκάζ και τα τσιριχτά ενός γάμου ήταν πολλά και νόστιμα, κι ας αρκούνταν όλες και όλοι σε λαστιχένια σοσόνια πάνω στην παγωμένη λάσπη.