Κόντρα στην κόντρα
26-04-2020

«Λόγω μεν δημοκρατία έργω δε η του πρώτου ανδρός αρχή». Aυτήν την απροσδόκητα εξομολογητική φράση, ένας ghost writer της αρχαιότητας, ο Θουκυδίδης, βάζει στα χείλη ενός περιφανούς Αλκμεωνίδη, του Περικλή, ενώ εκφωνεί τον «Επιτάφιό» του, τιμώντας τους πρώτους νεκρούς του πελοποννησιακού πολέμου.

Είναι μια φράση που ταιριάζει στον κειμενογράφο του έργου, στον γιο του Ολόρου κι όχι στον πολιτικό ήρωα που ταυτίστηκε με τον Χρυσό αιώνα. Δηλαδή στον ιστορικό που ήξερε σαν την παλάμη του το γεωγραφικό ανάγλυφο του Παγγαίου και της Θασιακής περαίας και πλούτιζε από τα μεταλλεία της Σκαπτησύλης.

Στον στρατηγό που έχασε την Ηιόνα, την σκαλα της Αμφίπολης, επειδή ο εχθρός της πατρίδας του, ο Βρασίδας, έδρασε αιφνιδιαστικά, προκαλώντας την απόλυσή του.

«Λόγω μεν δημοκρατία». Δηλαδή, δημοκρατία στα λόγια. Αυτά τα λόγια, εκφράζουν έναν επικριτή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, όχι έναν εγκωμιαστή της.

Αυτά σκεφτόμουν τις προάλλες, καθώς τριβέλιζε το μυαλό μου, η εικόνα ενός ξανθού Μάρλον Μπράντο, που εκτελείται από τον Μοντγκόμερι Κλιφτ και τον Ντην Μάρτιν, στο φινάλε των Young lions, ενός κινηματογραφικού έργου του Ντμίτρικ, που παίχτηκε στην Ελλάδα με τον τίτλο «ο χορός των καταραμένων» το 1959.

Ο Μπράντο έπαιζε ένα Ναζί, οι άλλοι δύο αμερικανούς στρατιώτες. Λοιπόν, εντεκάχρονος, βγήκα από το σινεμά γερμανόφιλος ως τα μπούνια! Στην μαθητική έκθεση των μαθητών του σχολείου, εξέθεσα σκίτσα με σκηνές πολέμου, όπου ήρωες ήταν οι Γερμανοί κι όχι οι Σύμμαχοι. Επειδή ένας προέφηβος, φιλοσόφησα αργότερα, είναι με το μέρος των ηττημένων.

Πάντα. Ποτέ με κανέναν νικητή. Από την ίδια μήτρα βγαίνει ο Αλέξανδρος ως «σφαγέας των λαών», η συμπάθεια στον Ρομπέν των Δασών, αλλά και στους ληστές των ελληνικών ορέων, το κύμα των «συμπαθούντων» σε πολιτικούς δολοφόνους και πλήθος ιδεολογημάτων που οι μεγάλες ηλικίες απεχθάνονται.

Στην ίδια περίοδο, και ώσπου να αλλάξω ορμόνες, σφόδρα διασκέδαζα σπάζοντας τζάμια, καπνίζοντας σε σκοτεινά πάρκα, πιστεύοντας κάθε τερατολογία, επιθυμώντας να μπαρκάρω σε πορφυρούς ωκεανούς, μαζί με τους φίλους μου, που έμοιαζαν κανονικά παιδιά από επαρχία, αλλά είχαμε μια μανική απόκρυφη και σπαστική τάση για παρατυπία. Ναι, ήμασταν έφηβοι. Και τα παιδιά που αναστήσαμε το ίδιο, και τα εγγόνια δεν θα φέρονται διαφορετικά.

Μόνον έτσι κατάλαβα γιατί, γράφοντας προ ημερών ένα επετειακό σημείωμα για την 21η Απριλίου, ίσως το δέκατο στη ζωή μου, ξαφνιάστηκα με την αντίδραση αναγνωστών που υπεραμύνονται της «σχολής των δικτατόρων», παρά τα βυτία αντιστασιακής και αντιχουντικής φιλολογίας που έπεσε στα κεφάλια τους ως μέρος της «εθνικής αφήγησης».

Καθώς το facebook επιτρέπει περιοδείες στα προφίλ των ανθρώπων, εκτός από τα προδήλως πλαστά και ψευδώνυμα, οι υπερασπιστές του Παπαδόπουλου ή του Ιωαννίδη ήταν νέοι άνθρωποι, κι όχι νοσταλγοί με το ένα πόδι στον τάφο.

Σε αυτούς τους αναγνώστες, άσχετο αν πιστεύουν στο υπέρυθρο ή στο υπεριώδες φάσμα του ουράνιου τόξου, οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, η εμμονή, κόντρα σε αυτά που πιστεύουν οι γονείς τους. Φυσικά, υπάρχουν και ομονοούσες οικογένειες, αναντάμ παπαντάμ βέβαιες πως μας ψεκάζουν και πως ο Χίτλερ ήταν ένας οραματιστής χορτοφάγος ζωόφιλος ζωγράφος, που τον έφαγαν αδίκως, ποιος άλλος; οι Εβραίοι.

Βλέπετε τι γίνεται με τον κορονοϊο. Σε τέτοιες συλλογικές καταστάσεις, λαμπρύνονται καριέρες κονκισταδόρων της «κούφιας γης» και περιφρονητές των «δρακονιανών μογγολοφτυμάτων».

Βλέπετε, η ζωή στον πλανήτη μας, κυριαρχείται από ένα εύρημα στο κουτί της Πανδώρας, την μορφή της Ελπιδας, που είναι τόσο ογκώδης, και με τόσο μικρά φτερά, που αποκλείεται να ξεκουνηθεί και να πετάξει.

Πολιτική ανάλυση σε κάτι τέτοια φαινόμενα, καταλήγω, μόνο βλαπτική είναι και ελαφρώς ανούσια. «Κακό πράγμα βεβαιως, να πράττεις κάτι που εντέλει πράττεις» (οπως έγραφα στα 20) αλλά το πράττεις, ούτως ή άλλως. Ίσως μάλιστα να είναι τελείως λάθος ο όρος «δικτατορία» και προτιμητέα η «τυραννία» αλλά τέτοια ώρα, τέτοια λόγια.