Ήταν κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, που σαν παιδάκια μας βρήκε η συμφορά. Πρώτη δημοτικού και μια περίεργη αίσθηση στο κεφάλι. Φαγούρα και μικρά τσιμπήματα από τον αυχένα ως το κούτελο. Κάποιοι συμμαθητές βάζουν τα κλάματα, άλλοι ντρέπονται, άλλοι απόλυτα πειθαρχημένοι μπλέκουν τα δάχτυλα σφιχτά σαν να κάνουν προσευχή και δεν αγγίζουν καθόλου το κεφάλι. Άλλοι εντελώς στα τέτοια τους το γδέρνουν από το ξύσιμο και έχουν στη φάτσα τους την απόλυτη ηδονή. Η δασκάλα ενημερώνει τους γονείς με γραπτή ανακοίνωση. Βλέμμα παγωμένο. Δεν θα γλυτώσει κανείς. Πρέπει να παρθούν μέτρα. Θα κολλήσουμε όλοι.
Αρχή της σχολικής χρονιάς, δεν έχουμε μάθει ούτε τα βασικά. Εγώ όμως από κάποιο τελευταίο θρανίο ξέρω. Οι ψείρες είναι εκείνοι οι οργανισμοί που μεταφέρουν τις σκέψεις στο κεφάλι μας, ώσπου να ωριμάσουν. Η μεταφορά γίνεται γράμμα-γράμμα, όπως κουβαλάνε τα μυρμήγκια σπόρους, με αποτέλεσμα η διαδικασία να κρατάει μέρες. Μόλις οι ψείρες συναντηθούν σε κάποιο σημείο του εγκεφάλου, δημιουργούνται συλλαβές και η σκέψη κάπως ολοκληρώνεται, γιατί τότε μπορείς και την γράψεις στο χαρτί. Όταν ο διπλανός σου κλέψει κάποια ιδέα, τότε μερικά από τα πλασματάκια σου πάνε στο δικό του κασίδι, για να μάθει να σκέφτεται και αυτός. Όμως κόλλησε και η δασκάλα. Γιατί ήθελε να ελέγχει τη σκέψη μας. Έτσι με όλα τα γράμματα που βασάνιζαν το μυαλό μας, φτιάχνει λέξεις στον πίνακα. Με αυτό τον δύσκολο τρόπο, μάθαμε όλοι να γράφουμε να σκεφτόμαστε και να κλέβουμε ιδέες, συνειδητοποιώντας και ότι δεν μπορούμε να κρυφτούμε από καμία δασκάλα. Έχουμε χάσει βέβαια τον ύπνο μας, ψειρίζοντας το κάθε τι.
Άρχισαν τα μέτρα. Πρέπει όλοι να σταματήσουμε την εξάπλωση. Μας μίλησαν για το αίσθημα ατομικής ευθύνης. Οι γονείς μας έβαλαν σε απομόνωση. Έφτιαξαν αυτοσχέδια γιατροσόφια. Ξύδι. Πετρέλαιο. Ψέκασμα με αεροζόλ αντί για λακ. Σφιχτά μαντήλια στο κεφάλι, δεμένα πίσω σαν τους πειρατές της Καραϊβικής. Βλέπουμε τα άλλα παιδάκια από το παράθυρο. Στο σπίτι δεν μας κάνουν αγκαλιές. Μοναξιά, μέχρι να πεθάνει κάθε ψείρα, μέχρι να σταματήσει να γεννάει καινούργια αυγά. Κοιμήθηκα.
Το επόμενο πρωί μου έβγαλαν το μαντήλι από το κεφάλι. Έχω ξεκουραστεί. Το μυαλό μου έχει αδειάσει. Δεν περπατάει τίποτα πάνω μου. Είμαι ένα κρούσμα λιγότερο. Πήγα σχολείο με λουσμένα μαλλιά. Η δασκάλα μιλούσε ασταμάτητα. Χάζευα έξω. Εκείνη τη στιγμή με ρώτησε νευριασμένη “τι σκέφτεσαι;” Το κεφάλι μου άρχισε να μουδιάζει. Σκεφτόμουν χιλιάδες πράγματα ταυτόχρονα. Εικόνες, λέξεις, χρώματα παρελθόν, μέλλον. Ήρθε πίσω η φαγούρα. Το κάψιμο. Όχι πάνω στο κεφάλι, αλλά μέσα. Τίποτα δεν έχει πεθάνει. Ζουν οι ψείρες. Ξεκίνησαν μερικές, και έφεραν στο στόμα μου γράμματα. Σχημάτισαν τις λέξεις “τίποτα” και “δεν σκέφτομαι τίποτα κυρία”. Γύρισε στον πίνακα και συνέχισε αυτό που έκανε. Το ίδιο έκανε και το κεφάλι μου. We dont need no hard controls.