Η λευκή οθόνη θα είναι πάντα ο καθρέφτης μας. Κι οι λέξεις που θα σβήνουν σιγά σιγά το λευκό της, θα σχηματίζουν πάντα ταυτόχρονα την εκάστοτε μορφή μας. Όλα αυτά είναι, βέβαια, γνωστά. Για τα άγνωστα γράφουν μόνο όσοι έχουν την λευκή οθόνη ως κλειδαριά και τις λέξεις τους ως αντικλείδι. Ανοίγουν την πόρτα και μας πάνε αλλού. Ούτε οι ίδιοι ξέρουν πού ακριβώς. Αν ήξεραν, τη στιγμή που θα ξεκινούσαν να ξέρουν, η πόρτα θα έκλεινε. Και θα ξαναγινόταν καθρέφτης. Από την άλλη υπάρχουν δοξασίες σύμφωνα με τις οποίες όταν κοιτάς τον καθρέφτη με ακατάβλητη επιμονή, σιγά σιγά η εκάστοτε μορφή σου παύει να είναι η εκάστοτε μορφή σου, δίνοντάς τη θέση της σε ψευδαισθήσεις, οι οποίες έρχονται σε επαφή με το άγνωστο από την πίσω πόρτα. Ποιος είναι άραγε αυτός που εμφανίζεται τώρα μπροστά σου; Ποιες λέξεις τον σχημάτισαν, ποιοι συνειρμοί, που πηγαίνει το μυαλό μας όταν κοιτάζει διαρκώς στο ίδιο σημείο; Κι ύστερα η μετατόπιση. Αντικλείδια που ανοίγουν καθρέφτες. Όποιος έχει γράψει έστω και μια φορά στη ζωή του, ξέρει ότι οι προτάσεις γράφονται μόνες τους. Εσύ βάζεις μόνο τα δάχτυλα, εσύ είσαι μόνο το μηχάνημα που εκτελεί τις εντολές του μυστηρίου. «Εσύ», η κορυφαία ψευδαίσθηση. Εσύ ως δήθεν κάποιος με αρχή, μέση και τέλος, εσύ ως δήθεν κάποιος αυθύπαρκτος, εσύ ως κάποιος δήθεν άλλος από τους άλλους. Ενώ εσύ είσαι οι άλλοι και οι άλλοι εσύ. Κι όλοι μαζί στέκεστε μπροστά από μια λευκή οθόνη. Και λέτε θα γράψω για μένα. Μπας και γράψω για τους άλλους. Και κανείς δεν γράφει στα αλήθεια τίποτα. Εκτός από όταν έρχεται να ακουμπήσει στην οθόνη μια αλήθεια. Πανανθρώπινη. Ότι το δίπολο θα είναι πάντα έρωτας εναντίον θανάτου, θάνατος εναντίον έρωτα. Κι ότι ο έρωτας πάντα θα κερδίζει τον θάνατο. Μέχρι τον τελευταίο άνθρωπο. Κι ακόμη παραπέρα.
Κι ύστερα η μετατόπιση
06-05-2018