Καρναβαλάκια
23-02-2020

Έχει φανεί το 1960 και τα νήπια που γεννήθηκαν το 1955, βγαίνουν από το κτήριο στην πλατεία του Αη Γιώργη και οι δύο νηπιαγωγοί, η κυρία Κατίνα και η κυρία Πουλχερία τα βγάζουν εκδρομή διακοσίων μέτρων, για να επισκεφθούν την παιδική χαρά του Τρίτου Δημοτικού Σχολείου Γιαννιτσών. Το μοναδικό τσολιαδάκι είναι ο αδερφάκος μου. Ήταν αδιανόητο για τη μάνα μας να μη του ενθέσει μουστάκι με κάρβουνο στ΄αχείλι, κι ας δυσφορούσε. Ήταν ολόλαμπρη η δεκαετία, καθώς αύγαζε με τα νέα προϊόντα στα μπακαλικάκια, το πρώτο επαγγελματικό ψυγείο, νέες αφίξεις με γιαλιστερές γκάζες στο μαγαζί του Ράλλη, και ειδική θέση για τα κουινάκια, ενώ για «μάνες» είχαμε κουρσούμια βαρύτατα από ρουλεμάν.

Σπάνια εικών, να είναι όλα μαζί τα καρναβαλάκια στην ύπαιθρο. Στις Απόκρεω, παρεκτός ένα μπαλντανφάν σπανίως και αόριστες βόλτες στους χωματόδρομους, τα παιδιά έβγαιναν μασκαρεμένα διότι το ήθελαν οι γονείς και κανένας άλλος. Μόνον στα μεταξωτά σπίτια των δημοσίων υπαλλήλων όπου έπεφταν τακτικά δεκαπενθήμερα και εξοφλούνταν τακτικά οι δοσάδες και τα τεφτεράκια του μπακάλη, του μανάβη (οι χασάπηδες ήθελαν μετρητά) οι μοδίστες που δούλευαν μεροκάμματο, άφηναν, τελειώνοντας το ταγέρ ή το καλο φουστάνι, μια ωρίτσα για να φτιάξουν από τούλι μια αέρινη φουστίτσα για την κορούλα -βασίλισσα της νύχτας. Οι άλλες παρενδυσίες, σεχραζάτ, γκέισες, ζορρό και καμπόηδες γινόταν εκ των ενόντων από μανάδες και σόγια. Αλλά συχνά, έπεφτε παραπάνω δουλειά, να γυριστεί ένα πουκάμισο ή να μπει τσόντα σε ένα ανδρικό παντελόνι που έλυωνε, οπότε καρναβάλια καπούτ. Τα κανονικά ρούχα, κοστουμιές και λοιπά, τα γύριζαν επαγγελματίες ραφτάδες, στο καρτιέ προς το παζάρι.

Ο κόσμος μας, της παρέας εννοώ, της πρώτης παρέας, Τέλης Τσιρέλης, Πατρούλα, Λευτεράκης και ο αδελφός του ο Βαγγέλης με ένα ευδιάκριτο σημάδι από πεταλωμένο άλογο στο μάγουλο, στην οδό Ταβουλάρη που ξεκινούσε από ένα γωνιακό μαγαζάκι που είχε λεμοντουζού, αραπάκια ούζου κι ένα χάρτινο μακρυνάρι γεμάτο μπιλάκια που έσπαζαν μέσα στο στόμα, κατέληγε απέναντι από το εκκοκιστήριο Εφαρμοστίδη και το σπίτι του Ζαβλιάρη, οπότε και η Στράντζης, μακρύς δρόμος, σε έπαιρνε είτε προς το πάρκο με το άσπρο άγαλμα, είτε διχάζονταν προς το εκκοκιστήριο Δείνα ή τον δρόμο προς την παλιά αγορά, με σημάδι, ο παντοπωλείον «ο Πόντος» και σε συνέχεια , το ακίνητο Καϊάφα και ο λουτρός κολλητά, ανοιχτή πληγή μυστηρίου, με κάτι σήματα προσκόπων ζωγραφισμένα και ορατά από τις λιθωρυχίες των τοίχων.

Τριώδιο, κρεωφαγία, Τυρινή και Τσικνοπέμπτη, αυτά τα δίδασκε το ημερολόγιο, σε κίτρινο κάμπο, της εφημερίδας Μακεδονία που το πρόσφερε, ένα A4, στο φύλλο της Πρωτοχρονιάς και το τσιμπικώναμε σε ένα φύλλο ντουλάπας στην κουζίνα. Ουσιαστικά, από την αρχή του χρόνου, το πάρκο και η πόλη γέμιζε τα βράδια από τα «άγρια καρναβάλια» ήτοι μπουρλωμένες σιλουέτες από άηχα, σκοτεινά παιδιά από τις πάνω γειτονιές, το βαρόσι, τον συνοικισμό και τους ντόπιους της Μητρόπολης. Λιάγκραβοι, Τσούκνοι, βουλγαροπρόσφυγες τριών εποχών, πόντιοι, θρακιώτες από Τρωάδα και Βιθυνία, αμη και τουρκόφωνοι πέραν του Άλυος έως Νίγδη και Παφλαγονία, μοιράζονταν την σιωπή.

Και έβγαιναν πάνω στο παγωμένο δειλινό, ακόμη κι όταν τριβέλιζαν το τοπίο συχνοί ανεμοστρόβιλοι και ανεμοσούρια πάχνης και ψόφου, ενίοτε φορώντας παλτουδάκι που τους χαλούσε τη μεταμφίεση τα καρναβαλάκια ασυνόδευτα, τραγικά, λοιδορούμενα από τις τοπικές αληταρίες, ωσάν τοπόσημα που βόλευε η παρουσία τους τον θεριστή του Χρόνου, αυτόν που έβλεπα καθημερινώς με την κόσα του να υφαρπάζει τις εικόνες των γερόντων αλλά δεν έβγαζα κιχ να ειδοποιήσω τον Τέλη Τσιρέλη και τους άλλους φίλους μου, φοβούμενος μη τους χάσω, γεγονός που δεν απέφυγα, όσες θεότητες κι αν είχα μπαρμπάδες ή προσκαίρους συμμάχους.