Πλησιάζοντας ο Σεπτέμβριος, αισθάνομαι μια αναδρομική νευρικότητα. Καμία σχέση με την απόγνωση που με έπιανε πριν πολλές δεκαετίες. Σεπτέμβριος σήμαινε σχολείο, άρα και η πελατεία των παιδιών που θα με έπαιρναν στο ψιλό επειδή τραύλιζα.
Η καταλαλιά έβγαινε με κάποια φυσικότητα. Από τους φίλους μου, το πολύ που περίμενα, αν άκουγε να με αποκαλούν «κεκέ» ή «Πα-πα-πάνο» ήταν να με υπερασπιστούν καλύπτοντάς με: «τι κοροϊδεύεις ρε, θα ήθελες να σε κάνει ο Θεός σαν κι αυτόν;». Κανένας δεν ήθελε, και έπαυαν. Έως το επόμενο διάλειμμα.
Καθώς δεν ήξερα κορίτσι ή γυναίκα που να τραυλίζει, αλλά και ελάχιστους τραυλούς γνώρισα στον βίο, ήταν μια καθαρή απειλή από το υπερπέραν πως είχα στοχοποιηθεί.
Εχθρευόμουν κυρίως τα χειλικά βήτα και πεί, ενώ από τα εξ ουρανίσκου το μοχθηρό κάππα. Η εκφορά του έμοιαζε με έκρηξη μέσα σε σπήλαιο. Οι συλλαβές που περίσσευαν από αυτά τα τρία σύμφωνα, έμοιαζαν με δίδυμα ή τρίδυμα παιδάκια. Πολύ άτακτα παιδάκια.
Έζησα αποφεύγοντας τα πολλά λόγια, αλλά τα λόγια θέλουν εξαέρωση, κι έτσι έγραφα. Πάντως έβλεπα τις εκπομπές μου στο ραδιόφωνο, την απαγγελία και πλήθος άλλα ρυθμικά, ως σωσίτριχα. Για τηλεοπτικά και άλλα σπικαρίσματα δεν έδινα σημασία -υπήρχε το μοντάζ.
Ώσπου ανακάλυψα προσφάτως ότι ουδέποτε τραύλισα ενώ σκεφτόμουνα ή ονειρευόμονα, μήτε ψελλίζοντας μια ξένη λέξη, σε ξένη γλώσσα ή τοπικό ιδιόλεκτο, βαλκανικό ή μικρασιατικό. Τις προάλλες, για παράδειγμα, καταμεσής ενός σήριαλ, κατάλαβα πως «καραμπατάκ» οι γείτονες λένε τον κορμοράνο. «Καραμπατάκ, ο κορμοράνος» μονολογώ. «Πώς τον είπες;» ρωτάει η Φαραώνα. Οπότε της απαντώ «κο-κο-κορμοράνο».