Άσπρα καράβια τα όνειρά μας
για κάποιο ρόδινο γιαλό,
άσπρα καράβια τα όνειρά μας.
Θα κόβουν δρόμο κι ένα δρόμο
μυριστικό κι ευωδιαστό,
θα κόβουν δρόμο κι ένα δρόμο.
Κι από ψηλά θα μας φωτίζει
το φεγγαράκι το χλωμό
κι από ψηλά θα μας φωτίζει.
Και θ’ αρμενίζουν, ω χαρά μας,
ίσα στο ρόδινο γιαλό,
άσπρα καράβια τα όνειρά μας.
―Σωτήρης Σκίπης (1881-1952)
Στην παραλία της Αιγίνης, εκεί που είναι τα καφενεία, βρίσκεται το μαγαζί του Πέτρου Κάτσα. Παλιότερα ήταν κι’ αυτό καφενείο, με τον καιρό όμως οι ντόπιοι το ξεσυνήθισαν. Ο Κάτσας φτιάχνει κανάτια και ύστερα τα ζωγραφίζει. Μπαίνοντας στο μαγαζί του θα συναντήσεις ένα γέρο, λιγομίλητο, με άσπρα μουστάκια, να κάθεται σε μια καρέκλα, περιτριγυρισμένος απ’ τα καράβια του που κρέμονται στους τοίχους, ζωγραφισμένα πάνω σε σέλοτεξ, σε κοινό χαρτόνι ή όπου αλλού. Τον ρωτώ πώς άρχισε να ζωγραφίζει. Λέει ότι πρώτα, στα παλιά τα χρόνια, οι διάφοροι καραβοκύρηδες του ζητούσαν να τους ζωγραφίζει τις σκούνες και τα καΐκια τους. Η κυρίως δουλειά του ήταν να ζωγραφίζει κανάτια ή να κάνει επιγραφές στα πλοία και να γράφει τα ονόματα τους πάνω στα σωσίβια. Ήξερε ν’ αναμιγνύει τα χρώματα ― σκόνες του βαρελιού ― με λάδι και να κρατά το πινέλο του σε σταθερή ευθεία. Το πρώτο έργο ήταν το θωρηκτό «Αβέρωφ», που το έκανε από φωτογραφία. Είναι καμωμένο με τελειότητα και έχει λεπτομέρειες όχι μόνο ζωγραφικές αλλά και ρεαλιστικές. Τα καράβια που τον έβαζαν να ζωγραφίζει ήσαν, συνήθως, ψαράδικα με πανιά. Έκανε πρώτα το σχέδιο πάνω σε ψιλό χαρτί και ύστερα, αφού το μετέφερε στο χαρτόνι, γέμιζε τις φόρμες με χρώμα όπως δηλαδή έκανε όταν ζωγράφιζε επιγραφές ή κανάτια. Ίσως γι’ αυτό τα έργα του έχουν μια γραμμική σκληρότητα. Γιατί τα ζωγράφιζε όχι σαν ζωγράφος αλλά σαν επιγραφοποιός. Δεν το λέω αυτό για να τον μειώσω. Είναι απλώς μιά διαπίστωση. Οι πίνακες του Κάτσα έχουν μια ωραιότητα που δεν μπορεί κανένας να την αρνηθεί.
―Αλέκος Φασιανός (1965)
Θλιβερόν, θλιβερόν είναι άλλο πράγμα. Eίναι όταν περνούν κάτι πελώρια πλοία, με κοράλλινα κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου, με αναπεπταμένας μεγάλας σημαίας λευκάς και ερυθράς, γεμάτα με θησαυρούς, τα οποία ούτε πλησιάζουν καν εις τον λιμένα είτε διότι όλα τα είδη τα οποία φέρουν είναι απηγορευμένα, είτε διότι δεν έχει ο λιμήν αρκετόν βάθος δια να τα δεχθή. Kαι εξακολουθούν τον δρόμον των. Oύριος άνεμος πνέει επί των μεταξωτών των ιστίων, ο ήλιος υαλίζει την δόξαν της χρυσής των πρώρας, και απομακρύνονται ηρέμως και μεγαλοπρεπώς, απομακρύνονται δια παντός από ημάς και από τον στενόχωρον λιμένα μας.
Eυτυχώς είναι πολύ σπάνια αυτά τα πλοία. Mόλις δύο, τρία βλέπομεν καθ’ όλον μας τον βίον. Tα λησμονώμεν δε ογρήγορα. Όσω λαμπρά ήτο η οπτασία, τόσω ταχεία είναι η λήθη της. Kαι αφού περάσουν μερικά έτη, εάν καμίαν ημέραν ― ενώ καθήμεθα αδρανώς βλέποντες το φως ή ακούοντες την σιωπήν ― τυχαίως επανέλθουν εις την νοεράν μας ακοήν στροφαί τινες ενθουσιώδεις, δεν τας αναγνωρίζομεν κατ’ αρχάς και τυραννώμεν την μνήμην μας δια να ενθυμηθώμεν πού ηκούσαμεν αυτάς πριν. Mετά πολλού κόπου εξυπνάται η παλαιά ανάμνησις και ενθυμώμεθα ότι αι στροφαί αύται είναι από το άσμα το οποίον έψαλλον οι ναύται, ωραίοι ως ήρωες της Iλιάδος, όταν επερνούσαν τα μεγάλα, τα θεσπέσια πλοία και επροχώρουν πηγαίνοντα ― τις ηξεύρει πού.
―Κ.Π. Καβάφης (1863-1933)