Κάποτε ήταν καραβάκια ζωγραφισμένα με έντονο χρώμα πάνω σε πανί. Και βοτσαλάκια και ήλιοι και δέντρα και νησιά και στάχυα, αλλά κυρίως καραβάκια. Δεν τα είχα δει ποτέ από κοντά, ούτε τα καραβάκια στην θάλασσα, ούτε αυτά στο καναβάτσο. Αλλά τα είχα ολοζώντανα μπροστά μου, τα έχτιζα κάθε καλοκαίρι και η έλλειψη της εμπειρίας έσβηνε μπροστά στην τρομακτική λάμψη της φαντασίας. Λιγουρευόμουν ακόμα και τα ζωγραφισμένα, τέτοια ήταν η όρεξή μου. Μύριζα και την θάλασσα και την μπογιά και νομίζω, όποια από τις δυο ευκαιρίες κι αν μου δινόταν, να ακουμπήσω το νερό ή τον ξερό μουσαμά σε μια οποιαδήποτε προσπάθεια γνήσιας, λαϊκής τέχνης, το ίδιο ευχαριστημένη θα ήμουν. Μόνο που μετά σίγουρα, ως γνήσιος άνθρωπος, θα ήθελα κι άλλο.
Αυτό ήταν το καλοκαίρι μέχρι μια εποχή. Και μπορώ να σας πω πως ενώ δεν το ζούσα, με πονούσε η ομορφιά του. Ίσως να με πονούσε ακριβώς επειδή δεν το ζούσα. Ήταν πάντως εκθαμβωτικό. Ως ένα σημείο, βέβαια, λέω ψέματα, είναι επινοημένη αυτή η αναπαράσταση της έλλειψης, γιατί το ζούσα, αλλά όχι έτσι όπως ήθελα. Υπήρχε και ξενοιασιά και νερό και παιχνίδι και εξοχή και κότες και ποδήλατο, και τζι τζι τζι όλη την ώρα και κάψα και μεσημεριανή ανάπαυλα, αλλά επειδή δεν υπήρχαν άλλα παιδιά, φίλοι να πούμε, δεν υπήρχαν και μάρτυρες, άρα ήμουν ελεύθερη να το αναπλάσω όπως εγώ το ήθελα και μάλιστα με χιλιάδες μορφές. Τον Σεπτέμβρη που πρωτοκλήθηκα να σκεφτώ και να γράψω με θέμα ”Οι καλοκαιρινές διακοπές”, πανικοβλήθηκα. Μετά κατάλαβα πόσο μεγάλη ελευθερία έκρυβε αυτή η έλλειψη, αυτή η κουτσή εμπειρία του μικροαστικού εξοχικού και ξανοίχτηκα, και στο χαρτί και στα σχέδια μου. Χωρίς να είμαι ανυπόμονη και απαιτητική. Δεν το ήθελα εδώ και τώρα. Μου έφτανε να καίγομαι στην ανυπομονησία γι’ αυτό που θα ‘ρθει, σε αυτή τη γλυκιά χαύνωση του οραματισμού του θαμπού μέλλοντος, που μαζί της μπορεί να συγκριθεί μόνη η μεσημεριάτικη, καλοκαιρινή κάβλα των παρθένων σε ένα κρεβάτι που στρώθηκε για έρωτα. Και τα βράδια, σαν έπεφτα για ύπνο, άκουγα από το ανοιχτό παράθυρο τα μηχανάκια να γκαζώνουν κάπου μακρυά, στους έρημους δρόμους του καλοκαιριού και οδηγούσα κι εγώ με χίλια για να συναντήσω το κάλεσμά μου.
Κάποια στιγμή τα καραβάκια έπαψαν να φθουράνε. Δεν έχασαν βέβαια ποτέ την ισχύ τους, σαν την καλή, παλιά αριστοκρατία σε δημοκρατικούς καιρούς, αλλά μια σκέτη εικόνα, ξερή, ξανά και ξανά, κάθε χρόνο είναι πολύ λίγη. Και ήρθαν τα τραγούδια. Η μάνα μου είχε πάντα το ραδιόφωνο ανοιχτό, αλλά όταν φαλτσάραμε παρέα για ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουνε γίνει ροζ, δεν καταλάβαινα σε τι λούμπα έμπλεκα. Όλα είχαν νόημα, όλα ήταν εκεί για να σε γεμίσουν με σατανικές εικόνες από σατανικές λέξεις σατανικών στίχων σατανικών μουσικών και σατανικές συμβουλές για σατανικές καταστάσεις που δεν είχα καν ζήσει. Μάθαινα τις απαντήσεις πριν καν μου δοθούν οι ερωτήσεις. Οι προβολές, σε αντιδιαστολή με την εφηβική πραγματικότητα, έπαψαν να είναι μοναχικές. Ήταν γεμάτες όμορφο νεαρόκοσμο με σκονισμένα πόδια, αγαπημένες παρέες γύρω από φωτιές στην άμμο, ξαναμμένα κορμιά να μιλούν με το μελτέμι, όπως μίλαγε και με δικό μου κορμάκι, που δεν ήξερε ακόμα να απαντήσει. Και οι βόλτες με το ποδήλατο έγιναν μακρινές και μοναχικές, οι ταράτσες παρατηρητήρια της ζωής, τα κλάματα για ένα αύριο που δεν έλεγε να έρθει καθημερινός βραχνάς και οι λαδομπούκες στη σαλάτα παρηγοριά. Μια γειτόνισσα με είχε συμβουλεύσει να μην ακούω τόσες ώρες μουσική στο αμάξι του πατέρα μου, γιατί θα του άδειαζα την μπαταρία. Για το νου, που άδειαζε και γέμιζε κάθε μέρα και νύχτα για να χωρέσει όλες τις σατανικές εικόνες των σατανικών τραγουδιών, κουβέντα. Απόψε λέει να μην κοιμηθούνε… Εσύ τι προτείνεις, Μαρία;
Λογικά ούτε η Μαρία ήξερε, γιατί κι εγώ, όταν ήρθε η ώρα μου, δεν έμαθα. Έκανα βέβαια όλα όσα είχαν προστάξει τα τραγούδια, που λένε πάντα την αλήθεια, κι ακόμα αυτά είναι οι βασικοί μου οδηγοί επιβίωσης, αλλά δεν μπορώ να υπολογίσω τι έμεινε από αυτό. Και ενώ ήξερα τις απαντήσεις, δεν μπόρεσα πότε να τις αντιστοιχίσω καθεμιά στην σωστή ερώτηση. Όπως και να ‘χει, το καλοκαίρι ήρθε. Και είμαι σίγουρη πώς υπήρξαν πολλές ευστοχίες σε σχέση με τα προσδοκώμενα, πάρα πολύ καλές στιγμές, πολλές από αυτές τις θυμάμαι ακόμα, αλλά επειδή, όπως είπαμε, οι άνθρωποι είμαστε αχόρταγα όντα και η μελαγχολία στους λαούς της Μεσογείου κρύβεται στην φαντασίωση και όχι στην πραγματικότητα και μας κάνει βιτσιόζους ποιητές, ποτέ δεν ένιωσα ότι πληρώθηκαν οι φαντασιώσεις μου. Μπορεί όντως να μην πληρώθηκαν, μπορεί να υπήρξε ένα ιδανικό που αν το έβρισκα να έπαυα να βγαίνω παραπονούμενη, αλλά σίγουρα είμαι λίγο αχάριστη. Πώς γέμισαν τόσοι σκληροί δίσκοι με ψηφιακές αναμνήσεις; Πού βρέθηκαν οι τόνοι από φυλαγμένα βότσαλα στα ντουλάπια; Πώς βγήκαν αυτές οι πανάδες στο πρόσωπο, τόσο νωρίς; Πού μου έκλεψαν τα πέδιλα και αναγκάστηκα και περπάταγα ξυπόλυτη στην καυτή άσφαλτο μέχρι το μαγαζί με τις σαγιονάρες; Από ποιανού την σκηνή βγήκα ένα πρωινό αποκαμωμένη από αλκοόλ, άθλιο σεξ και ροχαλητό για να αντικρίσω το πιο όμορφο και ήρεμο χάραμα που έχω δει ποτέ; Πού γνώρισα εκείνο το αγόρι που έμελλε να μου διαλύσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι, ένα χρόνο μετά; Πού έκανα μια φίλη που ακόμα αγαπάω πολύ; Πού διάολο βρήκα να καίω όλες αυτές τις αναμνήσεις τώρα που ζορίζει το πράμα;
Παρ’ όλα αυτά, ή μάλλον εξαιτίας τους, θέλω κι άλλο, δεν μπορώ να πάψω να θέλω κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, είμαι εξαρτημένη από τα καλοκαίρια και τις διακοπές, κι ας με ενοχλεί πια σε πολλαπλάσιο βαθμό η ζέστη. Θέλω να είμαι εκεί, όπου κι αν είναι αυτό το εκεί, γιατί διαφορετικά νιώθω πως δεν είμαι πουθενά, ή ακόμα χειρότερα νιώθω όπως όταν ένιωθα μικρή για τον θάνατο, μια γιορτή που έχουν πάει όλοι και λείπεις μόνο εσύ. Από την άλλη, κοιτάζω προς το κουκούλι. Σιγά σιγά, δεν μου φαίνονται τόσο λίγες εκείνες οι ημέρες με τα καραβάκια. Δεν μου φαίνεται φτηνή αυτή η θάλασσα που είχαν να προσφέρουν οι γονείς, ούτε τα χιλιοχρησιμοποιημένα είδη θαλάσσης, ούτε η ρουτίνα της λουτρόπολης. Δεν μου φαίνεται τόσο αβάσταχτη η ατέρμονη βαρεμάρα των καλοκαιριών της ήβης, ούτε τόσο απόλυτη εκείνη η έλλειψη εμπειριών. Τώρα είμαι έμπειρη και είναι πολύ ωραία αυτή η διαδρομή. Όμως δεν υπάρχει τίποτα το καινούργιο μπροστά και ούτε βγαίνουν πια τραγούδια με σατανικούς στίχους. Εκείνη η ζωή δεν είχε τίποτα να δώσει, κινούταν τόσο αργά όσο οι κόκκοι της άμμου, όμως με κάποιον τρόπο είχε τα πάντα. Γιατί μέσα της έκρυβε τον μεγαλύτερο θησαυρό. Την υπόσχεση.