Δυόμιση σχεδόν χρόνια, 720 ημέρες, από τον Σεπτέμβρη έζησα στα μονοπάτια μιας βαριάς κατάθλιψης που ανατροφοδοτούσε τα γαστρεντερικά μου προβλήματα -οι Κινέζοι πιστεύουν πως η ψυχή του ανθρώπου εδράζεται στην κοιλιά του. Διάβασα το βιβλίο «Η κρυφή γοητεία του εντέρου» μα δε με βοήθησε. Τολμώ και λέω σήμερα, 17 του Φλεβάρη, καλημέρα στη χαρά -όταν ήμουν παιδί είχε βγει ένα βιβλίο με τον τίτλο «Καλημέρα θλίψη»-. Φαίνεται ανόητο, αλλά γιατί να αρνιέται κανείς το «ανθρώπινο δικαίωμα στη χαρά». Δεν ξέρω κανέναν που να έχει απαρέσκεια για τη χαρά αυτόβουλα και συνειδητά. Δεν ήταν καθόλου εύκολη η καθημερινότητα. Η κατάθλιψη έχει 3 κακά: 1. Ανηδονία -ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται στην ιατρική σε όλες τις γλώσσες του κόσμου-, δηλαδή, το να μην σε ευχαριστεί τίποτε 2. Να γίνεται όλο και περισσότερο αυτός που υποφέρει εγωκεντρικός, δηλαδή, να τον ενδιαφέρει μονάχα ο εαυτός του και τα βάσανα του και 3. Να μην έχει όνειρα για τη ζωή του στο μέλλον αυτός που υποφέρει. Τι ποιότητα ζωής μπορεί να έχει κάποιος που δεν μπορεί να απολαύσει τη μαγεία της φύσης, να μην μπορεί να «δώσει», να μοιραστεί με τους συνανθρώπους του αυτά που έχει, και να αρνιέται να ελπίζει;
Είμαι πανεπιστημιακός δάσκαλος. Η δουλειά του δασκάλου είναι ανεκτίμητη γιατί η διαρκής επαφή με τα παιδιά και τους νέους σε κρατάει νέο. Τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια της κρίσης που περνάει η χώρα μας, εννοώ, έρχονται στο γραφείο μου αρκετοί νέοι άνθρωποι με κατάθλιψη και μου μιλάνε για τα προσωπικά και τα οικογενειακά τους προβλήματα. Τους ακούω με προσοχή αλλά από την αρχή τους λέω ότι ούτε εγώ, ούτε οι γονείς τους, ούτε οι φίλοι/φίλες τους, ούτε οι συγγενείς τους μπορούν να βοηθήσουν. Τους μιλάω για τα 3 κακά που ανέφερα παραπάνω. Και τελειώνω με δυο απλές κουβέντες. Η κατάθλιψη για τις ψυχικές ασθένειες είναι ό,τι είναι το κρυολόγημα για τις σωματικές. Αν κανείς δεν το προσέξει, το κρυολόγημα μπορεί να εξελιχθεί σε πνευμονία. Τους ρωτάω, λοιπόν, «τι κάνετε όταν πονάει το στομάχι σας». «Πάμε στο γιατρό» μου λένε οι περισσότεροι. Να κάνετε το ίδιο αν πονάει η «ψυχούλα» σας τους λέω κι αποχαιρετιζόμαστε.
Δεν είμαι ειδήμων στις επιστήμες υγείας και δη της ψυχικής υγείας. Επειδή σε αρκετές περιπτώσεις έτυχε να περάσω από τα ανεύχηντα σκαλοπάτια της κατάθλιψης, αναρωτήθηκα πολλές φορές και ρώτησα και διάβασα και δοκίμασα διάφορες θεραπείες. Ο τύπος της θεραπείας πρέπει να ταιριάζει με το φαινότυπο του ανθρώπου που πάσχει από κατάθλιψη. Στις ΗΠΑ όπου κινούνται με δαιμονική ταχύτητα, οι ψυχίατροι είναι φαρμακοψυχίατροι και οι ψυχολόγοι έχουν στο σύνολο τους έχουν ασπαστεί τη θεωρία πως εκείνο που προέχει είναι να ελαφρώσουνε τα συμπτώματα της κατάθλιψης κι όχι να ασχοληθούν με τις αιτίες της. Επιδιώκουν να μπορεί ο ασθενής να είναι λειτουργικός στην καθημερινότητα του (δουλειά, σπίτι, ζωή έξω από το σπίτι). H μέθοδος που ακολουθείται από τους ψυχολόγους σε γενικές γραμμές είναι η «γνωστική», να «εκλογικεύσουμε» τα συναισθήματα του ασθενή. Στην Ευρώπη, μαζί με τη φαρμακοθεραπεία -το Πρόζακ εξακολουθεί και είναι τα τελευταία 25 χρόνια το μαγικό φάρμακο (wonder drug)- γίνεται συνήθως και ψυχανάλυση (φροϋδική, λακανική, ή…). Αυτό που έχω να πω για την ψυχανάλυση, είναι οι δυσκολίες για τους θεράποντες γιατρούς έχουν να κάνουν με τα: 1. Να «αποσυνθέσεις» έναν άνθρωπο στα «επί μέρους» και 2. Μετά την αποσύνθεση, να βοηθήσεις να βάλλει τα «κομμάτια» μαζί και να φτιάξεις έναν καινούργιο εαυτό.
Αυτό με φέρνει να αντιμετωπίσω το άλλο μου πρόβλημα, το πρόβλημα του να διηγείσαι ιστορίες. Θα μου πείτε τι κακό βρίσκω σ’ αυτό, μια κι το ανθρώπινο γένος επιβίωσε και δημιούργησε με δυο εργαλεία μονάχα, το «λόγο» για την αντιμετώπιση της καθημερινότητας και το «μύθο» για τη γέννηση ελπίδας, προσδοκίας και ονείρου για το «άδηλον» μέλλον. “Οι άνθρωποι τη μισή ζωή τους φτιάχνουν και την άλλη μισή θυμούνται” είπε κάποιος. Με βάση το προσδόκιμο ζωής για τους άρρενες στη χώρα μας, νομίζω, πως είμαι στη φάση της “θύμησης”. Κι όταν θυμάσαι σου αρέσει να λες και να ακούς ιστορίες.
Η ιστορία μου αρχίζει με την αφήγηση του πώς ξενητεύτηκα για σπουδές στα χρόνια της δικτατορίας. Το Γενάρη του 1975 βρέθηκα για το διδακτορικό μου στην πανεπιστημιούπολη της Urbana-Champaign 150 μίλια περίπου νότια από το Σικάγο, στην πολιτεία του Ιλλινόι. Έφτασα σε μια εποχή που τέλειωνε ο πόλεμος του Βιετνάμ και τα “παιδιά των λουλουδιών” αρχίσανε να μαραίνονται.
Ερχόμουνα από το Ηνωμένο Βασίλειο όπου κάθε σαββατοκύριακο κατέβαινα με 5 φίλους από το Μάντσεστερ στο Λονδίνο. Το πρόγραμμά μας είχε συνήθως μια διαδήλωση για τη δικτατορία στην Ελλάδα. Μερικές φορές πηγαίναμε στο LSE για να ακούσουμε τον Ανδρέα ή άλλους γνωστούς και μη εξαιρετέους συμπατριώτες μας. Και ξαφνικά, βρέθηκα στις ΗΠΑ σε ένα από τα καλλίτερα πανεπιστήμιά τους για μηχανική και είδα με τρόμο μαντραχαλάδες της ηλικίας μου να συναγωνίζονται ποιος θα φτύσει το κουκούτσι του καρπουζιού πιο μακριά. Αυτή δεν ήταν η Αμερική που ήξερα από τα τραγούδια του τιμημένου με Νόμπελ Bob Dylan ούτε φυσικά από εκείνα του Pete Seeger και άλλων τραγουδοποιών από τις εποχές του μεγάλου κραχ και του μακαρθισμού. Έπαθα στην κυριολεξία πολιτισμικό σοκ κι αρρώστησα με φυσικά συμπτώματα, δηλαδή, δεν είχα όρεξη να φάω, δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν είχα ενέργεια να κάνω οτιδήποτε κι αυτό κράτησε αρκετούς μήνες -η χειρότερη κατάσταση για να αρχίσει κανείς διδακτορικό-. Είχα την τύχη να έχω ρουμάτο (roommate) στη φοιτητική εστία που έμενα έναν αμερικάνο φοιτητή της ιατρικής (έμενα σε εστία για μεταπτυχιακούς σπουδαστές και στις ΗΠΑ η νομική και η ιατρική είναι μεταπτυχιακές σχολές-όταν τελειώνει κανείς αναγορεύεται Doctor of Juris ή Doctor of Medicine, αντίστοιχα-). Ο ρουμάτος μου, ο Jack, ήτανε τον περισσότερο καιρό υπό την επήρεια της ινδικής κάνναβης. Αυτό δεν τον εμπόδισε να τελειώσει μια σχολή που επιλέγεσαι με τα πιο αυστηρά κριτήρια κι είναι από τις πιο φορτωμένες στο πρόγραμμα σπουδών. Όταν ο Jack είδε σε τι κατάσταση ήμουνα μερικούς μήνες μετά την άφιξη μου, με συμβούλεψε να πάω στο Κέντρο Υγείας του πανεπιστημίου. Με εξέτασαν, μου έβγαλαν ακτινογραφίες -κάπνιζα τότε- μου έκαναν αναλύσεις αίματος αλλά δεν βρήκαν τίποτε ανησυχητικό.
Φυσικά, κι εγώ με τη σειρά μου, δεν ήξερα τι ήταν η κατάθλιψη που πέρναγα γιατί δεν είχα ακούσει ποτέ μου γι αυτή την πάθηση. Με έστειλαν λοιπόν να δω ένα γιατρό, τον Dr. Arthur Nikelly. Μπήκα στο γραφείο του και είδα ένα τυπικό εκκεντρικό αγγλοσάξονα ακαδημαϊκό, με Oxford πουκάμισο (κουμπάκια στο γιακά), γραβάτα και σακάκι, και φυσικά μια πίπα αλά Sherlok Holmes. Μου ζήτησε να του περιγράψω τα συμπτώματα μου και ύστερα να του πω πως ένιωθα γι αυτό που μου συνέβαινε. Όταν τελείωσα, σε άπταιστα ελληνικά απάγγειλε “δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα σε ξένα αναστυλώματα…” από το ποίημα του Βιζυηνού. Μέχρι τότε δεν είχα ιδέα ότι ο άνθρωπος αυτός ήτανε ελληνικής καταγωγής, γιος ενός εστιάτορα και μιας δασκάλας από τη Βρύσα της Μυτιλήνης, το χωριό που πήγανε οι Έλληνες τη Βρυσηίδα, όπως περιγράφει ο Όμηρος, μετά τη φιλονικία, για χάρη της, Αγαμέμνονα και Αχιλλέα. Έτσι δημιουργήθηκε μια φιλία μαζί του που κράτησε ως το τέλος της ζωής του Θανάση το 2011.
Ο Dr. Arthur Nikelly γεννήθηκε στο Σικάγο και σπούδασε στο Roosevelt University στην ίδια πόλη. Πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο της Οττάβας στον Κανάδα και πολέμησε με το στρατό των ΗΠΑ (η στρατιωτική θητεία στις ΗΠΑ ήταν υποχρεωτική μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος του Βιετνάμ) στην Κορέα. Από το 1959 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ήταν κλινικός ψυχολόγος στο ΜcKinley Health Center και Αναπληρωτής Καθηγητής της Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ιλλινόι. Υπήρξε πολυγραφότατος αλλά μη δημοφιλής στις ΗΠΑ (ιδιαίτερα περιθωριοποιημένος από την Ελληνική κοινότητα της πανεπιστημιούπολης που ζούσε πουλώντας τις “πραμμάτειες” της στους 40.000 φοιτητές του Πανεπιστημίου του Ιλλινόι). Έγραψε 4 βιβλία ψυχολογίας και δημοσίευσε εκτεταμένα σε θέματα όπως ψυχική υγεία για σπουδαστές, ψυχική υγεία Αφροαμερικανών, ψυχική υγεία μεταναστών, την υγεία και την ψυχική υγεία στην Κούβα, την επίδραση της διαφήμισης για φάρμακα, την επίδραση της τηλεόρασης στην κοινωνική ζωή, την “φαρμακοποίηση” της κατάθλιψης (τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα από μόνα τους δεν θεραπεπύουν την κατάθλιψη). Τίτλοι άρθρων του που δημοσιεύτηκαν σε έγκριτα περιοδικά της επιστήμης του:
“Τhe Persefone Syndrome” για τις Ελληνίδες που θέλανε κάθε χρόνο να επισκέπτονται τη μάνα τους στην Ελλάδα,
“Τhe Birdcage” για τους Τουρκοκύπριους που ζούσανε σε εδάφη με ελληνόφωνη πλειοψηφία που κρεμάγανε πολλά κλουβιά πουλιών στα σπίτια τους,
” Τhe Anatomy of Nostalgia” για το νόστο των Ελλήνων μεταναστών,
“Τhe pathogenesis of greed: causes and consequences” για την απληστία στο σημερινό κόσμο την οποία θεωρούσε ψυχική πάθηση, κλπ., κλπ.
Όλη του τη ζωή έστελνε επιστολές για τα ελληνικά τεκταινόμενα που δημιοσιεύονταν στις στήλες αναγνωστών των εφημερίδων “New York Times” και “Chicago Tribune”. Iδιαίτερα δραστηριοποιημένος την εποχή της χούντας στον τόπο μας, με τις επιστολές του αυτές καυτηρίαζε τη δικτατορία των συνταγματαρχών (να γιατί τον περιθωριοποίησε η Ελληνική κοινότητα της πανεπιστημιούπολης -αυτοί λέγανε δημοσία ότι εμείς που ήμασταν στην Ελλάδα τα χρόνια της δικτατορίας δεν μπορούσαμε να κυβερνηθούμε από μόνοι μας και χρειαζόμασταν βούρδουλα για να μάθουμε-).
Πολύ πριν η βιωσιμότητα ή αειφορία (καμμιά από τις δύο λέξεις δεν αποδίδει τον αγγλικό όρο sustainability-ίσως η λέξη “ισορροποίηση”, αν υπάρχει στο λεξιλόγιο, είναι πιο κοντά στον παραπάνω όρο-), ο Dr. Nikelly lived a sustainable lifestyle.
To 2009 o Dr. Nikelly δημοσίευσε το τελευταίο του βιβλίο “Τhe romantic poetry of Greece 1880-1960” στο οποίο μετέφρασε ποιήματα Ελλήνων ποιητών στην Αγγλική.
Ο Dr. Nikelly ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρος για την ιδιαίτερη πατρίδα των γονιών του, τη Βρύσα. Χρηματοδότησε την κατασκευή εξωτερικού ιατρείου και δώρισε το σπίτι των γονιών του, σε συνεννόηση με τα αδέλφια του, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου για να χρησιμοποιηθεί σαν τόπος φιλοξενίας ξένων ερευνητών που έρχονταν να κάνουν την έρευνα τους στη Μυτιλήνη. Όταν διαπίστωσε ότι το σπίτι χρησιμοποιήθηκε για διακοπές Ελλήνων καθηγητών, πικραμένος ακύρωσε τη δωρεά δικαστικά και πήρε πίσω το σπίτι.
Αυτά για ένα μεγάλο Αμερικανό και ειλικρινή φίλο της χώρας μας.
Και αυτά για την κατάθλιψη.