Λίγο πριν τα μεσάνυχτα έπεσαν οι πρώτες φωτοβολίδες στον Πειραιά. Τίποτε το εξεζητημένο ως πυροτέχνημα, απλές κόκκινες φωτοβολίδες αλεξιπτώτου. Η παραλιακή άδειασε, ο χρόνος άλλαξε και τα πλοία στο λιμάνι άρχισαν να σφυρίζουν. Περίπου ταυτόχρονα άρχισαν να σκάνε πυροτεχνήματα κανονικά, πρώτα στην Καστέλα και μετά αλλού ― ίσως στη Νίκαια. Ο κόσμος γιόρταζε μέσα στην αιθαλομίχλη την τομή του χρόνου και την ψευδαίσθηση της νέας αρχής. Αναρωτήθηκα αν τα βεγγαλικά φαινόντουσαν μέσα από το Γενικό Κρατικό.
Τα πυροτεχνήματα έσβησαν μετά από λίγο κι οι κρότοι σταμάτησαν, τα καράβια σίγησαν, η κίνηση στο δρόμο ξεκίνησε διστακτικά. Αναλογίστηκα ένα Πάσχα που έκανα στην Πάρο, πριν από δύο χρόνια, κι έβλεπα από ψηλά τις εκκλησίες να ανασταίνουν και τα πυροτεχνήματα να εκτοξεύονται στην Παροικιά, την Απολλωνία και την Ερμούπολη, και να μην ακούγεται τίποτα από μακρυά. Σκέφτηκα ότι ένας πιλότος που πετάει πάνω από το Αιγαίο τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς ή του Πάσχα θα ήταν πολύ τυχερός, γιατί θα έβλεπε δεκάδες νησιά να γιορτάζουν με μικρές εκρήξεις χρώματος και χαράς μέσα στο σκοτάδι.
Αυτές οι καταστάσεις έχουν ένα έντονο κινηματογραφικό στοιχείο, και καμιά φορά θέλει προσπάθεια για να θυμηθείς ότι η ζωή δεν είναι αλλού ― είναι και αλλού και αλλοιώς. Ο χρόνος κυλάει ασταμάτητα και δεν ασχολείται με το μέτρημα που του κάνουμε. Γεννήσεις, θάνατοι, έρωτες, χωρισμοί, όλα κανονικά και φυσιολογικά είναι. Και χωρίς επιστροφή.
Στο δρόμο της επιστροφής, το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο έπαιζε ντίσκο από το 1978. Και τότε δεν είχαμε μία, αλλά δεν μας ένοιαζε. Σαράντα χρόνια αργότερα, δεν πήγαινα πια για ξενύχτι μέχρι πρωίας, ούτε χαρτιά έπαιζα. Γυρνούσα στο σπίτι. Στον Κηφισό είχε κίνηση, και τα παιδιά μου αποκοιμήθηκαν στο πίσω κάθισμα. Τουλάχιστον αυτή την εμπειρία πρόλαβα να τους τη δώσω, σκέφτηκα. Τουλάχιστον το αξιώθηκα κι αυτό.
Στα διόδια, είπα καλησπέρα στην υπάλληλο. «Καλημέρα», με διόρθωσε αυτή. «Και καλή χρονιά».