KMS1639
Κακή κριτική ή κρίση καλωσύνης;
24-12-2017

«Aποσπάσματα από ποιητές της τελευταίας ώρας οι στίχοι σας. Αλλά και ο μονόλογός σας αδικαιολόγητος. Έχει τόσα βιβλία, τόσους ποιητές με τους οποίους μπορείτε να «συνομιλήσετε»

Καλοκαιράκι του 1965, μάλλον Ιούνιος. Είχα στείλει τρία ποιήματα στην «Νέα Εστία» με ευγενή μετεφηβική επιστολή. Η απάντηση (κύριον Π.Θ, Γιαννιτσά) δεν βράδυνε. Και ήταν αυτή. Δεν υπήρχε λέιζερ, μήτε το μυαλό μου ήταν από γρανίτη, αλλά η απάντηση χαράχτηκε. Μόνον για την Τρίτη πρόταση είμαι βέβαιος πως είχε ελαφρώς διαφορετική διατύπωση.

Το 1978, σε κάθοδο εις τας Αθήνας, γνώρισα επιφανή κριτικό και στο σχετικό τσιμπούσι, έτυχε και κάτσαμε δίπλα. Σε μεγάλη παρέα ομοφρόνων. Χωρίς να βγάλω λέξη για την αφεντιά μου, εν μέσω μιας σαραμπάντας για γενιές, αμφισβήτηση και τα ρέστα, με καρφώνει με το βλέμμα και θεσμοθετεί: «εξάλλου τα δικά σου ποιήματα, δεν είναι καν ποιήματα». Επρόκειτο για το «Προσπέκτους».

Το 1980, νέα ρουμπατσίνα. Είχα στείλει, κατά το έθος, την «αγκαλιά της Ντεζιρέ» στα «Νέα». Η αντίδραση δεν ήρθε από κριτικό της εφημερίδας, αλλά από μέγα, τακτικό αρθρογράφο της. Έλουσε την πλακέτα με πλήθος κατηγοριών, θεωρώντας την σκουπίδι της πλάκας.

Σταχυολογώ τρεις εκ των κριτικών που αντί να με συντρίψουν, με γοήτευσαν και τις παίνευα. Διότι όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος, πόσο μάλλον ο ποιητής. Και η πρώτη από τις διοσημείες που δέχεται, είναι να μη ρωτάει ποτέ, μήτε να δέχεται ερωτήσεις για την ποιότητα. Όποιος έχει την παραμικρή ιδέα από τα μυστήρια του οργανισμού, γνωρίζει πως δεν υπάρχει άλυωτο και ανάλλαγο συστατικό στην μαγειρία των στίχων. Μήτε έχει βρεθεί το  ελιξήριο που τους συντηρεί επ΄άπειρον. Θερμά συνιστώ να αφεθήτε στην χοάνη του καταρρέοντος χρόνου, κι αν είναι κάτι που θα ήπρεπε να σας τρομάσσει, είναι της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια, κει που συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν, παρά πενήντα κι εκατό και πάλε φόβον έχουν.