Και γαύρο είχα
22-11-2018

(Σιλάνς από ψάρια)

 

Τρόμαξα. Διάβασα σε ρεπορτάζ ημερήσιας εφημερίδας, μιας από τις δύο αναγνώσιμες ημερήσιες, ότι η Ελλάδα στις 14 Σεπτεμβρίου «ξέμεινε από ψάρια», πράγμα που αποτελεί τον λόγο για τον οποίο μέχρι το τέλος του έτους θα εξαρτάται από εισαγωγές. Φαντάζομαι ότι την 1η Ιανουαρίου του σωτηρίου 2019 η χώρα θα ξε-ξεμείνει (ή θα εμφανιστεί ο Ύψιστος να επαναλάβει το θαύμα), οπότε θα δένουμε τα γατιά –αν τα πιάσουμε- με τα μπαρμπούνια.

Η βασική απορία μου ήταν γιατί συνέβη αυτή η τραγωδία στις 14 Σεπτεμβρίου. Ήταν του Σταυρού, μέρα αυστηρής νηστείας, αλλά αυτό ίσως οι πιστοί, συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, το έχουν ξεχάσει – μέγας γαρ ο όγκος της νηστειακής πληροφορίας που δέχονται. Δεν αποκλείεται, υπέθεσα, επειδή γιορτάζει ο Σταυρός, το λιμάνι της μεγαλονήσου Δονούσας, όπου γίνεται γιορτή με καΐκια κλπ, οι επιλήσμονες πιστοί να το παράκαναν στο γλέντι και να σάρωσαν τα αλιεύματα. Αλλά μέχρι τέλους του έτους; Μικρό νησί είναι. Και πώς αίφνης αυτή η ψαρική γενοκτονία, όταν ένα μήνα νωρίτερα, σε παραλιακή περιοχή της Πελοποννήσου οι όμοροί μου παραθεριστές, ερασιτέχνες ψαράδες, έβγαζαν κάθε μέρα κάμποσους λούτσους (με λάμδα) και απορούσαν που, ύστερα από τριήμερο, οι υπόλοιποι παίρναμε σουβλάκια (κάποιο γονιδιακό ελάττωμα, ίσως, ή μπορεί και η ανατροφή μας – σε καπιταλισμό μεγαλώσαμε).

Το ρεπορτάζ, φευ, δεν παρείχε καμία απάντηση, αφού πέραν των περί «ξεμείνατος» της χώρας και αναγκαστικών εισαγωγών δεν ανέφερε πλέον τίποτε για Ελλάδα, αλλά μία έκθεση του WWF για την υπεραλίευση στον κόσμο. Μια ίδια, πολύ ανησυχητική έκθεση, δεν θυμάμαι όμως αν ήταν του WWF ή ανάλογης οργάνωσης, είχα διαβάσει το 2011, αλλά δεν πανικοβλήθηκα, θυμήθηκα (τότε) που το 1992 αρκετοί ειδικοί / οικολόγοι προειδοποιούσαν ότι στην Ελλάδα δεν θα υπήρχε νερό ούτε για γαργάρα το 2018. Επίσης, το ρεπορτάζ (για τα ψάρια – αλλά και το παλιό για το νερό δεν διέφερε) δεν παρέθετε κανένα στοιχείο, πλην του ότι η κατανάλωση κατά κεφαλήν στην Ευρώπη είναι διπλάσια απ’ όσο πριν 50 χρόνια, πράγμα παράξενο, αν σκεφθεί κανείς τι ευωχία ζούσαν τη δεκαετία του εξήντα στην Ελλάδα, ου μην αλλά και στο ιταλικό Μεσοτζιόρνο, στην Πολωνία, Τσεχία, Βουλγαρία κ.ο.κ.

Η εξήγηση, μου είπαν, είναι απλή. Οι εφημερίδες δεν γράφουν πια την είδηση, αλλά την ανάλυση. Η οποία μπορεί να είναι ανεξάρτητη από την είδηση, τόσο ώστε όχι μόνο να μην αναπτύσσει τι συνέβη του Σταυρού με τα ψάρια στην Ελλάδα, αλλά να μην αναφέρει καν τα ψάρια και να στηλιτεύει τον σεξισμό (μι του, ρε!).

Έτσι είναι οι αναλύσεις… Όπως προ ετών, σε άλλη εφημερίδα (όπου εργαζόμουν), την έτερη αναγνώσιμη, είχε δημοσιευτεί μισή σελίδα ανάλυση για τις λαμπρές προοπτικές εισηγμένης εταιρείας χωρίς καμία μνεία του αντικειμένου της (επεξεργαζόταν και συσκεύαζε ξηρούς καρπούς, άρα καταλάβατε ποια ήταν – και πόσο λαμπρές αποδείχτηκαν κατά το διαδραμόν διάστημα οι προοπτικές της).

Αλλά έτσι, σαν τις αναλύσεις, είναι και οι αναγνώστες. Δεν φτάνει που οι περισσότεροι είμαστε τεμπέληδες, απαίδευτοι και δεν διαβάζουμε, οι λίγοι άλλοι, όταν πάνε να το κάνουν, πέφτουν σε ενημέρωση του είδους. Τους καταλαμβάνει πανικός. Και, αντί να παίρνουν εφημερίδα, ψάχνουν την είδηση: στον ψαρομανάβη και τον χασάπη.