Καθαρά πιάτα, να τρίζουν στο χέρι
13-07-2019

Αν κάποιος με ρωτούσε για μια συνήθεια καθημερινή, που μ’ επιμονή τηρώ, είναι να πλένω τα πιάτα και να καθαρίζω την κουζίνα, γύρω από το νεροχύτη, κάθε βράδυ πριν πέσω για ύπνο. Την τηρώ μ’ ευλάβεια, σχεδόν θρησκευτική. Όσο κακοδιάθετος κι αν είμαι, όσο άσχημα κι αν μου ’χει φερθεί η μέρα που πέρασε. Οι λίγες εξαιρέσεις που έχω αφήσει άπλυτα πιάτα ημερών να βρωμίζουν την κουζίνα μου είναι σε περίοδο που εγώ κι ο εαυτός μου δεν είμαστε στα καλύτερα.

Δεν είναι μόνο το κλείσιμο, ο ισολογισμός της μέρας που υποδηλώνει το βραδινό πλύσιμο των πιάτων. Το νερό στα χέρια μου που με βοηθάει να μαζέψω σκόρπιες σκέψεις, κοιτώντας το, κι αν ζω σε σπίτι με παράθυρο πάνω από το νεροχύτη, κοιτώντας έξω, χαζεύοντας τη σκιά κάποιου άλλου που ετοιμάζεται ο ίδιος να ξαπλώσει ή την ασάφεια των ίσκιων πιο πέρα. Είναι κυρίως η αίσθηση του πρωινού ξυπνήματος, τα λίγα δευτερόλεπτα μιας παρθένας ύπαρξης για την οποία φρόντισα αποβραδίς, άγραφης και καθαρής, που μου χαρίζει η καθαρή κουζίνα, ανεπαίσθητα αρωματισμένης έστω και χημικά από το υγρό για τα πιάτα. Παρθένα ύπαρξη που πριν πάρει τον κατήφορο της μέρας, αποζητά τις ίδιες ακριβώς κινήσεις του κορμιού, τα χέρια ν’ απλώσουν να πιάσουν το μεταλλικό φίλτρο της εσπρεσιέρας και την κούπα. Και η κούπα να τρίζει στα δάχτυλά μου. Στιγμή ολότελα δική μου, ίδια κάθε πρωί που κάθε πρωί αποζητώ σα σηκωθώ. Όσο κι αν κόσμος έχει χαλάσει την προηγούμενη μέρα, υπάρχει πάντα το ψήγμα χαράς που μου το χαρίζει αυτή η στιγμή, η ίδια και τίποτα άλλο, μόνο σε μένα, στην ησυχία.

Θυμάμαι κάποιο βράδυ, έπλενα τα πιάτα, την ώρα που ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ, άρρωστος και κουρασμένος εκείνον τον καιρό. Γεννημένος παράφωνος, έπιασα αφηρημένα να τραγουδώ. «Ω! καλή μου ξανθιά» από τους «Όρνιθες». Τελειώνοντας τον άκουσα να χειροκροτεί. «Θ’ αστειεύεσαι», γέλασα δυνατά. «Όχι, τραγούδησες όμορφα», απάντησε.