Κήπος στο φως της ανατολής
17-11-2018

Θα μιλήσω με μια πινελιά, για έναν κήπο, που δεν θα πληρώσει ποτέ φόρο επιτηδεύματος.

Το σχολείο. Δίπλα στο ρολόι, σε οικόπεδο απ’ το βακούφι των Εβρενός. Στην οδό Στράντζης. Είχε κάτι απομεινάρια από κτίσματα και ένα τετρακάμαρο στιβαρό, από ταφή κάποιου σούφη. Ήρθαν από τον στρατό και το ανατίναξαν. Ήμουν μπροστά, με όλη τη  γειτονιά και την είδα. Την έκρηξη. Μετά, μια φαγάνα ίσιωσε το οικόπεδο. Φάνηκαν κόκκαλα και κρανία κοντά στο έβγα του οικοπέδου, δίπλα στο περίπτερο του Ασικελη. Κι όταν τέλειωσαν τα χτισίματα, και άνοιξαν θεμέλια για την περίφραξη, φάνηκαν και άλλοι σκελετοί. Εξαφανίστηκαν δια της φυσικής εξελίξεως. Από γενική έλλειψη μπάλας, παίρναμε κρανία τα δοκιμάζαμε αν άντεχαν και παίζαμε μπάλα. Χτυπούσαμε με τα δόντια το καυκάκι, όπως κάναμε στα καρπούζια.

Το σχολικό κτίριο, δίπλα στο ρολόι. Δίπατο. Στο ισόγειο, είσοδος, τρεις τάξεις, η Δευτέρα και η Τρίτη χωρίζονταν με ξύλινο διαχωριστικό που άνοιγε για τις τελετές. Στο βάθος, το γραφείο των διδασκάλων. Ο όροφος, οι άλλες τρεις τάξεις, πάνω από την είσοδο το γραφείο του διευθυντή με το αρχείο και την βιβλιοθήκη. Πάνω απ΄το γραφείο των δασκάλων η αίθουσα Φυσικής Πειραματικής με εποπτικά όργανα. Ατμομηχανή, κινηματογραφική μηχανή, επιδιασκόπιο, τα όργανα του ανθρώπου και άλλα.

Πίσω από το κτίριο, αίθουσα για χειροτεχνικές δουλειές, λουτρά και τουαλέτες. Στην πίσω αυλή. Εκεί ερχόταν ο σχολίατρος και μας μετρούσε τον θώρακα ή για εμβόλια. Επίσης όποτε έμπαιναν συσσίτια, εκεί γινόταν η διανομή και ήταν κάτι κίτρινα τυριά με κεφάλια.

Η μπροστά αυλή μεγάλη, τετράγωνη, για τα διαλείμματα, τη γυμναστική και παρακολούθηση ραδιοφώνου, όπως για την έλευση του Γρίβα- Διγενή, με μεγάφωνο.Και μετά, άλλος φράχτης και η αυλή των θαυμάτων. Κολλητά της, βρύσες. Μπροστά ανθόκηπος. Στο μέση παιδική χαρά. Κούνιες, λαβύρινθος, τροχός, τραμπάλα. Περίφραξη με ληγούστρες. Και στο τέλος, το μποστάνι. Όλα τα ζαρζαβάτια και γύρω δεντράκια. Ερχόταν ο γεωπόνος αραιά και μας μάθαινε το μπόλιασμα και διάφορα αραιώματα. Κανένας δάσκαλος δεν έπαιρνε σοδειά. Έδιναν στους φτωχούς μαθητές.

Στα καψώνια, γινότανε το σώσε. Ξύλο με τον χάρακα πάνω στη ράχη της παλάμης και η βαριά  χερούκλα του πατέρα μου, του διευθυντή. Είχαν να λένε για τα αστράκια που φώτιζαν το πυρωμένο μάγουλο.Την έζησα δυο φορές, κατά λάθος, όταν ως σμάρι τα φλώρια γινόμασταν θεατές και το θύμα, δυο φορές, έκανε πίσω και με πετύχαινε η φάπα με ορμή. Έλεγε μόνον «σε χτύπησα αγόρι μου, ε;» και συνέχιζε.

Αξέχαστες μέρες, ε; «Θύμησες»που έγραφαν οι Τραυλαντώνηδες. Αυτά είναι αγαπητικά, του τύπου, ο πάππος θυμάται και έτσι. Αλλά επίτηδες δεν γέμισα με τους ζωντανούς αυτό το γραπτό. Διότι τα άρρητα, τα ου φωνητά, γέμιζαν το κενό ανάμεσα στα κτίσματα, στα σκέλεθρα, τον πωλητή του σάμαλι και τις μπαζούκες απ΄του Τζαμπάζη ου μην αλλά και τα μισά θωρηκτά από τενεκέ που κοσμούσαν το καφενείο του Περιβόλη.

Διότι ήξερα που τελούνταν το μπούλινγκ που τράβαγα, όταν με καλούσαν οι στασιμούκλες και μεγαλύτεροι στις βρύσες για να μου σκάσουν καψούλες στο κεφάλι. Δίπλα από εκεί που παραμονεύαμε στην άγια παιδική χαρά να χαζέψουμε την σύνδεση μηρού με γόνατα των συμαθητριών μας στις κούνιες, τις περιπτώσεις βαρείας ασέλγειας και την ακατάσχετη βωμολοχία, την ηδονή να περνάς με το Φάνη και τον Μπίλη ολόκληρα διαλείμματα στην πίσω αυλή ως ανήλικοι ζηλωτές , φωνάζοντας είτε το «λοσκώ, λοσκώ, λοσκώ» η το «μάνα μου Νίκος πέθανε, ν΄ανάψω λίγο το κερί στου αρχιδιάκου την αυλή» και μετά, αφού λουζόμασταν κανέναν «εθνικό ποιητή» όπως ο κύριος Παυλής, να τραγουδούσαμε την προσευχή: «σε σένα, πλάστη και Θεέ, ετούτη τη στιγμή». Επίτηδες δεν ανέφερα τα πλημμελή, ή παρανοϊκά, ή εγκληματικά ζητήματα επαφής δερμάτων, οργάνων χειλέων και άλλων ατταβιστικώς ερεθιστικών ζητημάτων. Και μετά, έσκασε το 1960 και οι υποσχέσεις του. Αλλά ήταν πλέον η σκοτεινή πλευρά της Σελήνης. Και οι γύρω μου, κλαίνε τόσο αυτόν που πρότεινε στη συνέλευση να στείλουμε τηλεγράφημα στον Μακαρέζο, όσο και τον Θωμά Βασιλειάδη.