Kάθε πρωί πιστεύω πως θα έρθει (η Π.Ι.), αλλά προλαβαίνω μόνον το κλείσιμο του καπακιού του κραγιόν της και το πολύ ένα βλέμμα στον καθρέφτη, όταν σουρώνει τα χείλη, παριστάνοντας το θήραμα ενός οδοστρωτήρα που ξεφουσκώνει οιδήματα και σκληραίνει το μπότοξ των παρειών της. Ξανακλείνω τα μάτια και υπόσχομαι πως την άλλη φορά, δεν θα την παρακολουθώ λαθραία να χορεύει στη γωνιά του ύπνου μου και δεν θα ανακαλέσω σκηνές από το ρέηβ πάρτι που την λίκνισαν και την μόλεψαν. Με τα παιδιά μας στην ξενητειά και έναν πολτό από διαφημίσεις που δεν ισορροπούν τις χασούρες, εν μέσω πολιτικών που βγαίνουν από το εργοστάσιο της πολιτικής και στεγνώνουν καθώς κάνουν πρωινό ντους με τα ρούχα, ενώ μασκοφόροι, γονείς, μαθητές και δάσκαλοι, παριστάνουν τον μύθο του Νέσσου και του Ηρακλή.
Ελάχιστες φορές αντίκρυσα την Π.Ι. και πάντα να κοιτάει με λατρεία έναν εκ γενετής μαλάκα και απερίγραπτο. Σπανίως ξεπέρασα την παιδικότητά της, την ασελγή εικόνα που έκρυβε με τέχνη απο αντίζηλους, ή τότε που ξεφορτώθηκε τα πολλά δαχτυλίδια από τον παράμεσο, για να μη μου γδάρει τον γκιώνη και πονέσω.
Κάθε φορά είμαι σίγουρος πως θα έρθει η Π.Ι., βρεμμένη από μπόρα που έστειλε ο Χορτιάτης ή μια πλάκα γρανίτη από το Σινιάτσικο. Και τότε, περιμένοντάς την, κάνω έναν περίπατο σε μνήματα φίλων και γονιών, βέβαιος πως ο θάνατος είναι τεράστια, τριφασική απάτη που δεν έχω καιρό να ξεψαχνίσω, ανκαι ξέρω να χωρίζω τα μάγουλα και τον σβέρκο ενός ψαριού, όσο μικρό και να΄ναι. Έπειτα, ενώ την περιμένω, της ετοιμάζω μια σκηνογραφία σε κάστρο της Σκωτίας, όπου ξεμοναχιάζονται οι μάγισσες πιο εύκολα, ενώ την ονειρεύομαι, εννοώ την μαστιχωτή αίσθηση της παλάμης της και τα δοντάκια που δείχνει ασεβώς στην μητέρα Σελήνη.
Πάντα δεν έρχεται μα δεν το βάζω κάτω. Από τότε που βρήκα σκάρους λαχταριστούς στον μαρκά των Κορυφών και μου τους πούλησαν για κοκοβιούς και χάνους.
Κάθε φορά ονειρεύομαι την Ποιητική Ιδέα. Και κάθε φορά, τα βγάζω πέρα με τις εξατμίσεις της εικόνας της, καθώς σαγηνεύει μιαν άλλη αγκαλιά.