Μη με ποτίζεις στεναγμοί μπρος στην κλειστή σου θύρα
και μου πετάς γι΄ανταμοιβή ογκώδη ποτιστήρα
Μποστ.
Στα κουρεία του 50, ο τιμοκατάλογος υπηρεσιών τελείωνε υποχρεωτικώς με δύο πολυτέλειες: μπριόλ, δραχμή μία, κρέμα, δραχμή μία. Ήταν δύο απαραίτητες φροντίδες για τους νέους της εποχής.Την κρέμα την προτιμούσαν οι αριτσωμένοι, με το κατσαρό άτακτο μαλλί, όσο κι αν το κούρευες πετάγονταν άτακτα, καταστρέφοντας κάθε προσπάθεια χωρίστρας ή το πολυπόθητο κοκκοράκι-την επιμελημένη πρόσοψη με την φράντζα γυρισμένη ανάστροφα, να δημιουργεί έναν λοφίσκο με προμελετημένες καμπυλότητες, στον οποίο οι πιο νταχτιρτζήδες άφηναν ένα σκουλίκι ελεύθερο, ως αφέλεια, να πέφτει το μέτωπο, αλλά να μηn το αγγίζει. Το μπριόλ ήταν ένα εύοσμο λαμπρυντικό και ευκόλυνε την χρήση της τσατσάρας, ενός άλλου εργαλείου, μονίμως σταθμευμένου στην κωλότσεπη.
Καθώς οι ξανθοί ήταν ελάχιστοι, ο δημόσιος τόνος ήταν δουλειά των μαυρομάλληδων. Σήμερα ξέρουμε ότι αυτά τα καλλυντικά είχαν ξεκινήσει από τον μεσοπόλεμο, ιδίως στην Αμερική, αλλά στην Ελλάδα του 52, του 54, του 56, οι νέοι είχαν γεννηθεί στα χρόνια μεταξύ τελευταίας κυβέρνησης Βενιζέλου και πρώτων χρόνων της δικτατορίας Μεταξά. Το λούσιμο των μαλλιών ήταν υπόθεση σχετικά δευτερεύουσα-μια φορά τον μήνα, μας δίδασκαν εμάς, που υπήρχαμε στην υβριδική κατάσταση του σπόρου.
Στα πρώτα έργα με τον Μάρλον Μπράντο, ένα και δυο χρόνια καθυστερημένα και στα εγγλέζικα κοινωνικά, υπήρχαν φιγούρες επαναστατημένων νέων που νομίζαμε ότι ανά πάσα στιγμή θα διέλυαν το ασφυκτικό σκηνικό μιας μαύρης κοινωνίας. Τους λατρεύαμε και τους φοβόμασταν, ταυτόχρονα.
Μετά, βγήκε η ζούγκλα του μαυροπίνακος, όπου ο Γκλεν Φορντ προσπαθεί να εξοντώσει τον Βικ Μόροου, έναν άτακτο μαθητή, αλλά με ένα μαλλί που το ήβλεπαν οι γυμνασιόπαιδες και τους έφευγε ο τάκος.
Ως το 1958, κυρίως μέσα από τα επίκαιρα των σινεμά, είδαμε τους πρώτους νεαρούς έξω από την πόλη. Φορούσαν ένα τρομερό μαλλί, μπουφάν και μπλουζάκι λαιμόκοψη, και τα παντελόνια τους ήταν σωληνωτά, στενά, άχρι θανάτου. Τα παπούτσια τους εξαιρετικά μυτερά, μαύρα, υποχρεωτικά. Ένας μεγαλύτερος βρήκε έναν ράφτη που είδε ένα τέτοιο έργο, και τον έβαλε να βγάλει τεχνικές προδιαγραφές για το παντελόνι: είχε ρεβέρ τρεις πόντους, αλλά υπήρχε και χωρίς ρεβέρ. Το μυστικό ήταν στην διάμετρο στο έβγα από το μπατζάκι : δεκαοχτώ πόντους. Δεν ήταν απλώς σίγουρος αν ήταν δεκαεννιά.
Των πατεράδων μας τα μπατζάκια ήταν τριαντάρια και βάλε, με φαρδύ ρεβέρ.Οι πιο κομψοί αγόραζαν ψαροκόκκαλο, αν και σε μας έμοιαζαν ίδιοι, όλοι τους. Μπλουτζήν είδαμε σε ένα έργο με τον Πρίσλεϊ. Δεν το γουστάραμε, διότι γύριζαν την άκρη του και την έκαναν ένα φαρδύ ρεβέρ. Το ρεβέρ ήταν εχθρός.Το ήθελαν οι μεγάλοι.
Έτσι, ήταν ζήτημα χρόνου να φανεί ο πρώτος mob στους χωματόδρομους των Γιαννιτσών. Πρέπει να ήταν μεταξύ της μόδας σάκκος, των γυναικών, και της μανίας με το χούλα χουπ, δηλαδή κοντά στο 1958. Μόλις έβγαλα το δημοτικό, καλοκαίρι του 60 και το μακρύ παντελόνι φαινόταν ως ποθητός και κοντινός στόχος (αν και το κοντό παντελόνι δεν ήταν ασυνήθιστο έως την αρχή της Τρίτης Γυμνασίου για πολλούς) και δεν υπήρχαν παρά μεγαλίστικα έτοιμα στην αγορά, που ήταν και στη Σαλονίκη, στην Μέλκα και σε άλλα μεγάλα μαγαζιά, με πήγαν στον ράφτη να ράψω ένα μαύρο παντελόνι και χωρίς δισταγμό, του είπα να το κάνει σωλήνα, με δεκαοχτώ πόντους. Δεν γκρίνιαξε.
Τα μυτερά παπούτσια είχαν ήδη αρχίσει να κυκλοφορούν, και διάλεξα το ζευγάρι που έμοιαζε με λεπτή ιταλική οβίδα, σαν αυτές που είχαν στις σιφονιέρες ως ανθοδοχεία. Ποτέ δεν κατάφερα να αποκτήσω μπουφάν ή μοντέρνα μπλούζα, αλλά δεν πείραζε. Ήμουν, μαζί με το μαλλί του μπριόλ και την μαύρη τσατσάρα, πολύ κοντά στην προεικόνα ενός mob. Κοντύτερα από τους φίλους μου, εκτός από τον Μπίλη, που είχε συγγενείς στην Αμερική και πρωτοπορούσε.
Τα άλλα εξαρτήματα ενός mob δεν ήταν ανάγκη να είναι προσωπικά-αρκούσε που κυκλοφορούσαν στην παρέα. Ο νυχοκόπτης. Ο αναπτήρας. Ο σουγιάς. Καλύτερα, ένα στιλέτο από αυτά που πατούσες ένα κουμπάκι και έβγαινε η λάμα.Τσιγάρα Κάμελ ή Παλμάλ από ανταλλαγές με τους Αμερικάνους της βάσης, που φύλαγε ένα πυρηνικό ναρκοπέδιο και καθόμασταν όλοι απάνω του.
Στα υπόλοιπα, η συμπεριφορά μας ήταν απλών, νεολλήνων σχιζοφρενών. Όλη μέρα σχολείο, καλή συμπεριφορά και τέτοια, το απόγευμα και όσο άντεχε η κοινή γνώμη μέσα στα σκοτάδια. Στο σφαιριστήριο, στο μεγάλο πάρκο, στο μικρό πάρκο, στα τσαϊρια, στα ρέμματα, σε κάτι κουτούκια εκτός κωμόπολης, σε δασύλλια, σε μισογκρεμισμένα σπίτια. Φουμέρναμε και φουμέρναμε. Σε μόνιμη στύση και έξαψη.
Αυτά κόπηκαν και έγιναν κάτι άλλο, το 1962, όταν η μόδα στα παπούτσια έκοψε τις μύτες. Αυτομάτως τα παντελόνια έγιναν εικοσάρια. Αλλά πολλοί δεν πήραν χαμπάρι την αλλαγή της μόδας. Με αυτά τα ρούχα έφυγαν στην Γερμανία και στις μεγάλες πόλεις, με αυτά τα ρούχα έκοψαν το Γυμνάσιο από φτώχεια και πήγαν στα χωριά τους. Σε όλη τη δεκαετία του εξήντα, οι φιγούρες τους, φιγούρες του Μποστ της εποχής του 1959, κυκλοφορούσαν.
Το καθάρισμα σβέρκου και το μπριόλ άρχισαν να φοριούνται μόνον από χωροφύλακες, κατά τις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα.Τελευταία, είδα έναν ντυμένο mob πριν δέκα χρόνια, τέλη του αιώνα, όταν με μία παρέα κάψαμε το μαγαζί όπου ακούγαμε τον Αγάθωνα. Είχε ανέβει στην σκηνή ένας εβδομηντάρης με την συνομήλικη ντάμα του και χόρεψαν το πίνω και μεθώ, μέρα νύχτα τραγουδώ ταράμ ταράμ, και έμοιαζαν με φαντάσματα του Βικ Μόροου και της Σάντρα Ντή. Χόρευαν έναν συνδυασμό απτάλικου και ροκ με βήματα. Τους έπιασα κουβέντα. Ήταν παιδιά από χωριό όταν έφυγαν το 1958 με υπερωκεάνειο γιa την Μελβούρνη. Ήταν η πρώτη φορά που γύριζαν στην Ελλάδα.