Μπεχτσινάρ
Κατεβαίνουμε με τον Μιχάλη ως αόμματοι που τύφλωσε ο Τζαίζαρ επειδή ακολουθούσαμε τον υγιό της Ριψιμίας, πριν 1005 χρόνια. Ψαύσαμε την ατμόσφαιρα για ταξί και με έβαλε σε ένα. Αριστερά το ρημαδιό της Βίλκας και οπίσω μας μεταφυσικές υπέρογκες αρχιτεκτονικές και μια γκουμούτσα, κτήριον κυβερνητικό που έμοιαζε με συσσώρευση κλιματιστικών. Ο Ταρίφας ήταν ήδη ναυλωμένος και κάθησα οπίσω. Ήταν λεπτός και λυγερός, άνετος και ευγενής.
Βαρδάρι
Η ναυλώτρια μας άφησε στα ριζά του Βαρδάρη και πρόλαβα να σκανάρω το μαγαζί του Κερκύρα, την πλάτη της πρώτης μου πολυκατοικίας, με καφετιές ρίγες , φτιαγμένη για εργαστήρια φασόν. «Από πού να σας πάγω; Καλύτερα κάτω γραμμή» αποφάσισε ο σωφέρης. Πήραμε τον παράδρομο που βγάζει στο Πάνθεον, μεσολαβώντας η Ιταλική επί Μουσολίνι οικοκυρική σχολή, που έγινε μετά Ασφάλεια. Πρόλαβα να σκανάρω την διαγώνιο προς Διοικητήριο εντοπίζοντας στο περίπου το τέως Σαραπείον και λοξώς την κατοικία του Ευστρατίου Πελτέκη, που εγύριζε την πόλη και τα προάστεια, «αβρακώς, αφανελώς, ακαλτσώς» χειμώνα καλοκαίρι γράφοντας ποίηση.
Δωδεκανήσου-Λιμάνι
Ήμεσθεν μόνοι και βαριόμασταν, άρα ευκαιρία για σχολιασμό. Η οδός ήταν βάσει των πινακίδων, τεσσάρων λωρίδων, με μαύρα βέλη επί κιτρίνου κάμπου, αλλά ουσιαστικά υπήρχε μόνον μισή λωρίδα να διαβείς λόγω παρκαρισμάτων, οπότε οιαδήποτε απεύθυνση πήγαινε στον βρόντο. «Δεν είμαστε λαός» δήλωσε. Κοίταζα την είσοδο της Τροχαίας που κάποτε καταθέταμε πινακίδες. « Είμαστε η σκιά της δόξης μας, και ξέρετε τι φταίει; Η ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία» «Εννοείτε το Βυζάντιο;» Αρνήθηκε. «Ποιο Βυζάντιο! Είναι ψέμμα. Το εφηύραν προσφάτως» «Μα το έλεγαν Ρωμανία». «Λάθος. Οι εχθροί των Ελλήνων πρώτα ονόμασαν τους Γέτες Ρουμανία, παρακάτω Ρωμυλία και παρακάτω εμάς Ρούμελη». Είχα μείνει εκστατικός. «Δεν μπορούμε να επανανοητοδοτούμε τα προφανή» ψέλισσα. Το φανάρι της Τσιμισκή ήταν πράσινο και πλησιάσαμε το λιμάνι.
Από το Μεντιτερανέ έως το ηρώο του Γεωργίου και τον «στέφανο της ζωής»
Ακολούθησε ένας καταιγισμός απεύθυνσης με αποδέκτη εμένα. Δεξιά η τάλασσα, εμπρός αριστερά αυτός. Άκουσα Ισοκράτη, Ηράκλειτο, τον Πλήθωνα που εκάη το έργον του, και η μυστική πληροφορία πως κατόπιν ερευνών των σπανίων πλέον, Ελλήνων, οι Έλληνες στην αρχαιότητα ήτονε 350 εκατομμύρια πσυχές. Κάθε που ψέλλιζα «μα ο Όμηρος» «μα ο Θουκυδίδης» «μα ο μεσαίων» διέκοπτε τις προτάσεις μου, προτάσσοντας ένα «πφ»: «πφ Θουκυδίδης», κάπως έτσι. Ήταν φλεγόμενος. Συνελόντι ειπείν, υπήρχαν μόνον Μόγγολα, μήτε Τούρκοι μήτε Τρώες, και Δρακονιανοί που εμείς τους ξέρουμε ως Λατίνους και μας ήκλεψαν από το αλφάβητο έως τα τζίτζιλα. Ήταν ένας διαπλανητικός Αγών. Δεν υπήρχαν μήτε Πελασγοί και ο αναφερόμενος σε Βαβυλωνίους ή Προέλληνες ήτο σίχαμα γερμανοτσολιάς.
Από στροφή Δελφών στα Κυβέλεια
Ώσπου να με ξεβράσει στο βουλκανιζατέρ, εξεγέρθηκα. Του μίλησα έντονα πως το «μας ψεκάζουν» είναι επινόηση των μογγολοφτυμάτων, πως κατέβηκα στο έβδομο υπόγειο του Βατικανού και η πάσα γνώσις ήτο εκεί και δε μας το λένε, πως ο Καβάφης είχε γιο και οι Τριβαλλοί είχαν ευλογηθεί και κατέληξαν, φουλ στα τσάκρας, ενεργούμενα του Μελάγχθωνος, προσωπικώς, και ο ίδιος κινδυνεύει σοβαρά από την Αίρεσιν των Τριεψιλιτών. Φωτίστηκε το πρόσωπό του, μου ευχήθηκε σε δική του Ιάδα διάλεκτο, υπομονεύτηκε ώσπου να έβγω σπρώχοντας με το μπαστούνι μου την πίσω πόρτα και του ευχήθηκα καλή συνέχεια σε όλα.
Βγαίνοντας, ξεθόλωσαν τα μάτια μου και δεν ήμουν πλέον Γκιόραλης.