Στα θρησκευτικά τα πήγαινα πολύ καλά. Είχα πάντα δεκαεννιάρια εικοσάρια. Μου άρεσαν οι ιστορίες, και κυρίως οι παραβολές.
Επίσης πήγαινα και παπαδάκι, κρατάγαμε τα εξαπτέρυγα, τα θυμιατά κλπ. Εκεί στο ιερό, άκουσα για πρώτη μου φορά ιστορίες για ζόμπι, μας τις έλεγε ένα πιο μεγάλο παιδί του γυμνασίου.
Μια Κυριακή, είχα δει τον Δεσπότη μας να παίρνει ένα μεγάλο ποτήρι, να βάζει μέσα το κρασί που είχαν για το δισκοπότηρο, να κόβει κομμάτια πρόσφορο, να τα εμβαπτίζει μέσα στο κρασί και να τα τρώει, εννιά το πρωί. Τότε μου φαινόντουσαν όλα αυτά φυσιολογικά. Ευωδίαζαν τα λιβάνια, το τρανς ίσο των ψαλτάδων ήταν υπέροχο, οι εικόνες είχαν μια μυστηριώδη δύναμη, σχολείο δεν είχαμε, και πάντα ήμουν χαρούμενος μετά την εκκλησία. Η μητέρα μου πίστευε ότι αυτό συνέβαινε επειδή έπαιρνα ευλογία. Εγώ πάλι είχα μπερδευτεί, δεν ήξερα αν ήμουν χαρούμενος μόνο λόγο ευλογίας, ή και επειδή τελείωνε με το δι ευχών η λειτουργία και είχα όλη την μέρα μπροστά για παιχνίδι.
Κατηχητικό δεν πήγα. Πήγα δηλαδή μια φορά, και μας κάναν κάτι μουρόχαβλα παιχνίδια, οπότε δεν ξαναπάτησα, η μαμά ωστόσο με είχε γράψει συνδρομητή στο “Προς την Νίκη”. Κάποιες λιγοστές φορές, είχε σταυρόλεξο στην τελευταία σελίδα.
Όταν αργότερα πρωτάκουσα τους στίχους του Νικ Κέηβ, δεν με παραξένεψαν καθόλου.
Θρησκευτικά
18-02-2020