Σαν άκουσε το ευχαριστώ μου στην κοπέλα που μου σερβίρισε τον καφέ, με ρώτησε από το διπλανό τραπέζι ποιο από τα δύο είναι το πιο ευγενικό – το «ευχαριστώ» ή το «ευχαριστώ πολύ». Του εξήγησα τη διαφορά, την ήξερε. Συνέχισα ότι αναφορικά με την ευγένεια ουσιαστικά δεν έχει σημασία. Και τα δύο εξίσου ευγενικά.
Μαθαίνει ελληνικά. Πρωτοήρθε στην Ελλάδα πριν μερικά χρόνια και αποφάσισε να μάθει ελληνικά. Στη Θεσσαλονίκη έχει πάει τέσσερις φορές. Κάθε που βρίσκεται εκεί στέκεται στο σταυροδρόμι της Αριστοτέλους με τη Βασιλέως Ηράκλειου και κοιτάζει. Εκεί που ήταν το σπίτι της μητέρας του.
Μεγαλώνοντας, η μητέρα του δεν μιλούσε ελληνικά στο σπίτι. Μιλούσε ισπανικά. Αλλά αυτός θέλησε να μάθει τα ελληνικά για να μπορεί να μιλάει με τους Έλληνες όταν έρχεται στην Ελλάδα και πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη. Από την οικογένεια της μητέρας του επέζησε μόνο αυτή με το μικρό της αδελφό. Από την οικογένεια του πατέρα του μόνο ο πατέρας του.
Σηκώθηκε και εξακολουθούσε να μου μιλά, όρθιος πάνω από το τραπέζι μου. Ήρθε από την παρέα του μια γυναίκα παροτρύνοντας τον, πιάνοντάς του το χέρι. Η γυναίκα του νομίζω. Ήθελα να βιαστεί, τον περίμεναν οι άλλοι. Η γυναίκα μίλησε σε γλώσσα που δεν ακούστηκε όπως η ισπανική αλλά διαφορετική.
Μεγάλη η παρέα του, όλοι ήδη έξω, αυτός ακόμα μέσα κι εξακολουθούσε να μου μιλά και δίπλα του εκείνη η γυναίκα.
Αβραάμ το όνομά του.