Πενήντα τρία χρόνια από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, που απλώς πρόλαβε το «κανονικό» που περίμεναν οι περισσότεροι, των στρατηγών. Πραγματικά, εκτιμώ σήμερα πως αρκετά ειπώθηκαν και έγιναν για εκείνην την δήθεν αιφνιδιαστική στραβοτιμονιά. Γι’ αυτό και θα ζητήσω παρηγοριά σε μια υποσημείωση της βίας που ασκήθηκε: το σινεμά, την τέχνη, κι όλο αυτό που αποκαλούμε «πολιτισμό», δηλαδή μια άκρως βαρετή και ρουτινιέρικη παράγραφο του μεταπολέμου.
Έτυχε και είχα καβατζάρει τα 19 όταν ξεκίνησε. Στο πανεπιστήμιο, στα στέκια των νέων, στα πελώρια ρολά τυπογραφικού χαρτιού για εφημερίδες αφοσιωμένες στο ποδόσφαιρο και σε εμβληματικούς αθλητικούς αγώνες, στις αραιές, αλλά ταμάμ για ψιλοπλακίτσες «εθνικές παραστάσεις», στην τοποθέτηση «καπεταναίων» σε κάθε δημόσια υπηρεσία, στην θρυλική φράση «κι εγώ είμαι αντίθετος, αλλά δεν παραιτούμαι επειδή θα με αντικαταστήσει ένας καραβανάς» στο τεύχος «η πνευματική ηγεσία δια την 21ην Απριλίου», στις απανωτές μεταστροφές εκείνο το καλοκαίρι του 1974, στην ιερή κολυμβήθρα όπου έμπαιναν μηδίσαντες και έβγαιναν κανταφικοί και δήθεν αντιστασιακοί.
Το σινεμά του καιρού, ασκήθηκα να το χρονολογώ επακριβώς, αρκεί να έβλεπα διαβατικό κι ένα φούταζ μερικών δευτερολέπτων. Δεν έβγαινε «χουντίλα» από ‘κει μέσα, αλλά μια περιδιάβαση εν υπογείω. Οι σινεμάδες έδειχναν μια εξέλιξη εικόνων που ήταν γνωστές από πριν, αλλά η δικτατορία συνέπεσε με την τηλεόραση, το σβήσιμο των αγροτικών χρεών, την διαμόρφωση μιας νεκραναστημένης ιδεολογίας «εθνικών κινδύνων», την ύπαρξη «γεφυροποιών», και βέβαια, το λυτρωτικό για τους οπαδούς συγχωροχάρτι του «στιγμιαίου αδικήματος», πανομοιότυπου με την μετακατοχική απαλλαγή των «εθνικώς σκεπτομένων» αφου ή προτεραιότητα ήταν η εμφύλια σύρραξη. Δεν χρειάστηκε πολλή προεργασία για να καυχάται ένας τέως μεταξικός αγρότης ως «χουντικός» και νομίζω πως εντέλει την πλήρωσε ο Γιώργος Οικονομίδης («φίλοι μου αγαπημένοι») και καναδυό έντονα «εκδηλωμένοι». Κι αυτό, παροδικό.
Ειδικά η τηλεόραση, ξέπλυνε πλήθος εικόνων από επαγγελματίες του θεάματος που πέρασαν ζάχαρη, με σπάνιες εξαιρέσεις, και από συντελεστές των ζενερίκ, αρθρογράφων διαπρυσίων και άλλαι αηδίαι.