Μόλις είχα πάρει την πανταχούσα των αποτελεσμάτων. Το όνομά μου δεν φιγουράριζε μεταξύ των άλλων στην λίστα των επιτυχόντων. Τζίφος λοιπόν το διάβασμα, το όχι και τόσο επίπονο ομολογώ, για τις εισαγωγικές εξετάσεις μου στην Νομική Σχολή της Αθήνας. Τζίφος και όλες οι ώρες στο φροντιστήριο του Τζουγανάτου επί της οδού Σίνα κατά το μακρινό εκείνο καλοκαίρι του 1974 με την πολυπόθητη πτώση της χούντας και την αμέσως μετά εθνική τραγωδία της Κύπρου. Οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις συνεπικουρούμενες από την καλπάζουσα εφηβεία δεν μου άφηναν χώρο για συστηματική μελέτη. Ήταν αδύνατον να συγκεντρωθώ απερίσπαστος στα βιβλία μου και την εξεταστέα ύλη. Η αποτυχία πάντως, όσο κι αν ήταν αναμενόμενη, μια πικρή γεύση μου την άφησε. Συνάμα έπρεπε όμως να βγω στην βιοπάλη. Ο φίλος Γιώργος Χρονάς που συμπτωματικά είχε την πληροφορία ότι το «Πνευματικό – Καλλιτεχνικό Κέντρο Ώρα» αναζητάει έναν συμπαθή νεαρό για τις εξωτερικές δουλειές, με πρότεινε στον Ασαντούρ Μπαχαριάν, τον ελληνοαρμένη αυτόν σπουδαίο πνευματικό άνθρωπο και αφοσιωμένο αγωνιστή, καθώς και σημαντικό ζωγράφο. Έσπευσα θυμάμαι στο νεοκλασσικό κτήριο επί της οδού Ξενοφώντος 7 στο Σύνταγμα και μετά από μιαν σύντομη συζήτηση στο γραφείο του στον 2ο όροφο προσελήφθην στην «Ώρα», όπως χάριν συντομίας αποκαλούσαμε την γκαλερί. Βεβαίως, κατά τις καλοκαιρινές διακοπές των προηγούμενων χρόνων όλο και κάτι έκανα για το επιπλέον χαρτζιλίκι μου, πλην όμως αυτή ήταν η πρώτη επίσημη εργασία μου. Με ένσημα και όλα τα συναφή.
Εκτός από τον ιδιοκτήτη της «Ώρας» Ασαντούρ Μπαχαριάν στο μόνιμο προσωπικό ανήκε η στενή συνεργάτις του Αντωνία Αλαμάνου ή απλώς Νίτσα στα καθ΄ ημάς, ο πρόσφατα εκλιπών ποιητής Μιχάλης Μήτρας επιφορτισμένος με τις δημόσιες σχέσεις – με την αποχώρηση του τότε για το BBC το πόστο ανέλαβε ο επίσης ποιητής και μετέπειτα πρωτοκλασάτος υπουργός του ΠΑ.ΣΟ.Κ Τηλέμαχος Χυτήρης – ο υπεύθυνος του ατελιέ Άγγελος Καμπάνης, ένας γλυκύτατος άνθρωπος που κι αυτός δυστυχώς μας άφησε χρόνους και η Γιάννα Τσιώμη του βιβλιοπωλείου ως αντικαταστάτρια της Νίνας Τέτση. Υπήρχαν και δύο οικόσιτοι σκύλοι, ο γηραλέος Μπαρόν και ο Μπόμπο, ένα χαριτωμένο και πανέξυπνο κανίς – γκριφόν που στην πορεία θα υιοθετούσα σε πείσμα των γονιών μου και θα μετονόμαζα σε Ρόκκο, προφανώς εξ αιτίας της ταινίας του Βισκόντι. Ακόμη έχω στ΄ αυτιά μου τον χαρακτηριστικό ήχο της παλιάς ξύλινης σκάλας κατά την κοινή κάθοδό τους από το δεύτερο στο πρώτο πάτωμα της γκαλερί. Όπως θυμάμαι επίσης την σφοδρή αντίδραση από μέρους των δικών μου όταν τον κουβάλησα μ΄ ένα ταξί στο πατρικό σπίτι. Ήταν αρνητικοί, δεν ήθελαν ούτε ν΄ακούσουν τα επιχειρήματα που είχα ετοιμάσει από τα πριν για να τους πείσω. Τότε κατέφυγα στην έσχατη λύση, τον εκβιασμό. «Αν φύγει το σκυλί, θα φύγω κι εγώ μια για πάντα», τους ανακοίνωσα αποφασισμένος. Έκαναν πίσω. Κατάλαβαν ότι δεν αστειευόμουν. Κι έτσι με βαριά καρδιά συναίνεσαν να παραμείνει υπό δοκιμήν και μόνο για ένα μικρό διάστημα. Ήμουν σίγουρος ότι θα τους κατακτήσει. Όπερ κι εγένετο. Σε λίγο τον αντιμετώπιζαν καλύτερα κι από παιδί τους. Τον φρόντιζαν και τον αγαπούσαν σε τέτοιο βαθμό που ένιωσα πραγματικά να ζηλεύω. Και ούτε λόγος βεβαίως να φύγει ο Ρόκκο.
Είναι νομίζω περιττό να πω ότι υπήρξα πολύ τυχερός εργαζόμενος στην ηλικία των δεκαοκτώ χρόνων σ΄ ένα τέτοιο πνευματικό περιβάλλον. Ήλθα σε επαφή και γνώρισα από κοντά σπουδαίους ανθρώπους και καλλιτέχνες πρώτου μεγέθους. Τώρα που τους συλλογίζομαι όλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά καταλαβαίνω πόσο μεγάλη, ατελείωτη σχεδόν είναι αυτή η λίστα. Αν και δεν έμεινα περισσότερο του έτους, καθότι προτίμησα να αποφύγω την αναβολή και τελειώνω εγκαίρως με τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, πρόλαβα να μάθω ένα σωρό σημαντικά πράγματα. Η «Ώρα» ήταν αυτό που έλεγε το όνομά της, ένα πραγματικά καλλιτεχνικό – πνευματικό κέντρο. Πέραν των εξαιρετικών εκθέσεων που φιλοξενούσε σε τακτά διαστήματα στις αίθουσες των δύο ορόφων της, συχνά περισσοτέρων του ενός εικαστικού καλλιτέχνη, έκανε και εκδόσεις βιβλίων τέχνης υψηλής αισθητικής, με κορωνίδα της την ετήσια έκδοση του «Χρονικού» προς στο τέλος του κάθε έτους. Επρόκειτο για ένα σκληρόδετο, χονδρό τόμο,κάτι σαν λεπτομερές πανόραμα της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής του τόπου για την χρονιά που εξέπνεε. Χρησιμότατο μεν για τους φιλότεχνους, αλλά άκρως επίπονο κατά την μεταφορά του… Όταν κυκλοφόρησε το «Χρονικό ΄74» ο κλήρος της διανομής του έπεσε βεβαίως σε μένα. Έπρεπε να το μεταφέρω με τα πόδια σε όλα τα βιβλιοπωλεία της Αθήνας, όσα ήταν στο ιστορικό Κέντρο τουλάχιστον και στα πέριξ αυτού. Η κάθε παραγγελία χωριστά ήταν συνήθως για τέσσερα ή και πέντε αντίτυπα. Όφειλα δε, προς εξοικονόμηση χρόνου, να πηγαίνω δύο, τρεις ή και τέσσερις παραγγελίες μαζί, όσες δηλαδή ήταν προς την ίδια περίπου κατεύθυνση. Πέσανε τα χέρια μου από το κουβάλημα…
Ανάμεσα στις άλλες δραστηριότητες της «Ώρας» ήταν και τα δεκαπενθήμερα καλλιτεχνικά σεμινάρια. Όπως για παράδειγμα αυτό για τον κινηματογράφο με ομιλητή τον κριτικό Γιάννη Μπακογιαννόπουλο που είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω και μάλιστα ως εργαζόμενος εκεί άνευ οικονομικού κόστους, αντίθετα με τους λοιπούς σινεφίλ. Στις εννέα το βράδυ η γκαλερί και το βιβλιοπωλείο έκλειναν για τους επισκέπτες και ξεκινούσε το εκάστοτε σεμινάριο διάρκειας δύο και πλέον ωρών στον δεύτερο όροφο. Άπλωνα τα πτυσσόμενα καθίσματα και λάβαινα θέση από τους πρώτους. Παρά την κούραση της ημέρας παρέμενα να το παρακολουθήσω με κίνδυνο πολλές φορές να χάσω το τελευταίο λεωφορείο για το σπίτι μου. Δεν χόρταινα να ακούω τα όσα πολύτιμα μας έλεγε κάθε φορά με τρόπο γλαφυρό κι εύληπτο για τον σύγχρονο ελληνικό και ξένο κινηματογράφο, για τα σενάρια και τους δημιουργούς του. Στο τέλος ακολουθούσε συζήτηση και λύνονταν έτσι όλες οι τυχόν απορίες ή τα ερωτηματικά των παρευρισκομένων. Πόσα αλήθεια δεν έμαθα εκείνο το διάστημα!
Σημαντικό κομμάτι αποτελούσαν και οι λογοτεχνικές βραδιές. Εκ των υστέρων έμαθα τον ενθουσιασμό και την θύελλα χειροκροτημάτων που ξεσήκωσε ένα βράδυ μεσούσης της χούντας ο Γιώργος Ιωάννου κατά την ανάγνωση ενός αθώου φαινομενικά διήγηματός του με τον εύγλωτο τίτλο «Το ξεσκάτωμα». Και πόσα άλλα ακόμη! Αξίζει επίσης να πω δυο λόγια για τον μήνα των νέων δημιουργών. Κανείς πριν δεν είχε την ευαισθησία να δώσει «βήμα» στους νέους και άγνωστους εν πολλοίς από όλο το φάσμα της καλλιτεχνικής έκφρασης. Πρώτος το έκανε ο συγχωρεμένος ο Μπαχαριάν. Φτασμένοι σήμερα δημιουργοί στην «Ώρα» παρουσίασαν για πρώτη φορά την δουλειά τους. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου. Ήταν δεν ήταν είκοσι χρόνων, όταν έπαιξε μπροστά στο φιλόμουσο κοινό που είχε κατακλύσει την αυλή στο πίσω μέρος του νεοκλασσικού κτηρίου, το πρώτο μουσικό έργο του με τον τίτλο «Τοπία». Αυτή την φορά ήμουν παρών. Χάλασε ο κόσμος θυμάμαι. Ο Γιώργος Ιωάννου που είχε έλθει με την δική μου παρότρυνση και ήταν κάπως επιφυλακτικός για το τι τον περιμένει, στο τέλος ολοφάνερα εντυπωσιασμένος χειροκροτούσε όρθιος επαναλαμβάνοντας την φράση: «Μα αυτός εδώ είναι ήδη ένας ολοκληρωμένος συνθέτης!».
Στην διάρκεια στης στράτευσής μου όποτε έπαιρνα άδεια και κατέβαινα στην Αθήνα, αλλά και αμέσως μετά στα χρόνια που ακολούθησαν, κάθε φορά που με έφερνε ο δρόμος μου από εκεί, ανέβαινα την παλιά ξύλινη σκάλα για να πω μια καλησπέρα σε όλους. Ένιωθα τόσο οικεία και ζεστά! Όπως εκείνο το δύσκολο βράδυ στα μέσα Απριλίου του 1976 που πέρασα λιποτάκτης ων να «χαϊδευτώ» λιγάκι από δικούς μου ανθρώπους κι έπεσα τυχαία επάνω στην Ζυράννα Ζατέλη. Είχε εργαστεί κι εκείνη κατά το παρελθόν στην «Ώρα» όπως με πληροφόρησε και διατηρούσε έκτοτε κάποια επαφή, όπως ακριβώς κι εγώ. Χάρηκα που την είδα. Ήμασταν γνώριμοι, φίλοι δεν θα το έλεγα. Παρ΄ όλα αυτά με ευκολία της εξομολογήθηκα το τεράστιο άγχος που κουβαλούσα στην ψυχή μου. Με άκουσε με προσοχή και μ΄ έναν μαγικό τρόπο με καθησύχασε κάπως. Μου έδωσε μάλιστα την διεύθυνσή της και ζήτησε να της γράψω τα νέα μου μόλις θα ξεμπέρδευα από το Κυλώνειο άγος. Έτσι κι έγινε. Σε όλη την θητεία μου αλληλογραφούσαμε τακτικότατα με αποτέλεσμα όταν απολύθηκα να έχουμε γίνει στενοί φίλοι. Και το πρώτο χειροπιαστό πράγμα που κλήθηκα να κάνω για την εμπέδωση της φιλίας μας – συνεχούς και αμείωτης για σαράντα και πλέον χρόνια κατά την ένδειξη του κοντέρ – ήταν να παραμείνω εσώκλειστος στο άρτι τότε μισθωμένο δώμα της επί της Θαλού 5 στην Πλάκα και να το βάψω εξ ολοκλήρου με τα χεράκια μου. Ακόμα γελάμε με την μακρινή εκείνη ανάμνηση.
Στην μνήμη του Ασαντούρ Μπαχαριάν, 1924 -1990, ενός σπουδαίου ανθρώπου.