Η ψηφιακή άμμος της θαλάσσης
06-06-2020

H ψηφιακή μεταστοιχείωση του κράτους πρέπει να κλείνει σαράντα χρόνια, απ΄όταν την έλεγαν «μηχανογράφηση» και ήταν κάτι λωρίδες διάτρητες με βουλίτσες ή κάπως έτσι ―τότε έκλεινα μια εικοσαετία υπό την κατοχή μιας γραφομηχανής και θεωρούσα εαυτόν Σπάρτακο που γλύτωσε την δουλεία του χειρογράφου. Πρέπει να πήγε παράλληλα με την ανάπτυξη του ραδιοφώνου ― από λυχνίες σε τρανζίστορ, είτα ηλεκτρονικές μανιαμουνιές ώσπου να χτυπάμε στο μόνιτορ μια υδρόγειο και να ακούμε σταθμούς από τους Αντίποδες και τους Λωτοφάγους.

Αλλά δεν έπταισαν ο Δίαιος και ο Κριτόλαος που μείναμε μετεξεταστέοι. Στη δεκαετία του 80 κι ενώ το ΠΑΤΣΟΚ πολέμαγε για το τελάρο, είχα διαβάσει για ένα απλό λογισμικό που συναξάριζε λίστες αντικειμένων, και καθώς υπηρεσιακώς ζούσαμε την κόλαση του Δάντη με καταλόγους αποθηκευμένων ευρημάτων, μετά η άνευ αρίθμησης, μίλησα με τους αρχαιολόγους, χάρηκαν, κι επειδή διάβαζα Pixel έκανα αίτηση υπηρεσιακώς να αποκτήσουμε ένα προγραμματάκι απλούστερο από τα μπερδεμένα των Τραπεζών για να έχουμε λίστες αντικειμένων με χρήσιμα στοιχεία.

Πέρασε η νενομισμένη τριετία αναμονής, ώσπου μου τηλεφωνεί από τα Κεντρικά ένας σέρτικος κι αράθυμος τυπάς: «Δε μου λες» ρωτάει «εσύ εισηγήθηκες αυτόν το διάολο;» Εγώ ήμουν. Και η αντερώτηση «Να σου στείλω δυο-τρία κορίτσια να σας ταξινομούν, που μ΄έχουνε πρήξει στα αιτήματα και δεν ξέρω πού να βρω καρέκλα να κάθονται;»

Κάτι ανάλογο αναφέρει ο Σουητώνιος στους «αυτοκράτορες» όταν έταξαν σε έναν τάχιστη κατασκευή ναού με μηχανές εδάφους και λωλάθηκε. Έκτοτε, και ενώ οι κυβερνήσεις εναλλάσσονταν, όλο και κάποιος δήλωνε κάτι μεταστοιχειωτικό, λαβαίναμε και ειδήσεις τι έπρατταν οι Βαλτικές χώρες επί του ψηφιακού πολιτισμού. Όλο και περισσότερα ζητήματα, κατά τις προφητείες, θα λύνονταν πατώντας ένα πληκτράκι. Το ότι αυτά δεν ήταν όνειρο απατηλό, τα μαθαίναμε κυρίως από αιρετικούς θρησκειών που κατηγορούσαν τους προγόνους του Σόρος και άλλων διαόλων, σε συνδυασμό με τον «αριθμό του θηρίου» της Αποκάλυψης, με τον οποίο θα μας σταμπάριζαν και αργότερα, ο αριθμός έγινε εκ γενετής τσιπάκι.

Μερικές υπηρεσίες κατάφεραν να ψηφιοποιήσουν ένια αρχεία και όλοι τούς έβλεπαν ωσάν ιερά τέρατα που θα έσωζαν την Ανδρομέδα από το φιδάκι τον Διαμαντή. Και τότε, μια ομάς διεκδικητών της Εξουσίας, άμα του έτους 2016 αρχομένου, ανέλαβε την αντιπολίτευση εργολαβικώς, μας έκοψε το κάπνισμα και άλλα κολαστικά και νίκησε τον Τσίπρα στις εκλογές, ως δεκάχρονος που άρπαξε μια τσίχλα από το στόμα ενός μωρού «για να μη πνιγεί».

Και πλαισιώθηκε από παλαιούς και νέους υπουργούς, ακόμη και ειδικό επί του μετασχηματισμού και «ο κόσμος φράκαρε, φράκαραν οι καιροί», που λέει ο τραγούδης, ή η τραγωδία, διότι τραγούδι δεν ήτο.

Ο κόσμος ήτο μαθημένος να δημιουργεί ουρές, να περιμένει ματαίως, και όταν ήρχονταν μέρα Σαββάτο έλεγε τον πόνο του στον Αυτιά.

Αλλά δεν έχανε το κουράγιο του ακόμη, διότι οι υφυπουργοί έμοιαζαν προερχόμενοι από αποικιακά στρατεύματα στο Κογκό ή στην χώρα των ανθρωποφάγων Κανάκ της Βόρνεο και δεν έμοιαζαν με τον Ταρζάν-Κατρούγκαλο, τον υψώνοντα τις πτέρνες για να αποκτήσει το ύψος του πρώτου διδάξαντος Σαρκοζή.

Οι υφυπουργοί είχαν ένα τικ, ένα ελάττωμα: μιλούσαν στον παρατατικό. Όλα τα αμαρτήματα και οι καθυστερήσεις, συνέβαιναν κάπου κάπως κάποτε. Τώρα, πενταψήφια τελέφωνα καθιδρύοντο για ψύλλου πήδημα και απλώς τελεφωνούσες και σε μιλούσανε γλυκά, αλλά μπακλαβά που ήθελες δεν έδιναν.

Κιαν ήσο αντιδραστικός και έπαιρνες Υπηρεσία, δεν ήξεραν τίποτις και έλεγαν πάρε αργότερα. Αλλά ο Αυτιάς δεν επαρκούσε και υπείκοντες οι λαοί στην Εντολή «Σάββατα κύριον τον Θεόν σου» όλα τα κανάλια ήβγαλαν Αυτιάδες, πλαισιωμένους από ειδικούς, και εγένετο μεγάλη χορωδία «γωδεγκζέρων» (εκ του «εγώ δεν ξέρω») που συνόδευε στα πρίμα την κυβέρνηση των «Γωδενέχων» («εγώ δεν έχω [αρμοδιότητα]») και η Ελλάς των Σαββάτων ομοίαζε με χορωδία Κορσικανών πολυφωνιστών.

Ώσπου σήμερα, ακούω «Η υπηρεσία δεν δέχεται αιτήσεις, συντάξες και όλα με τη σειρά τους, από Σεπτέμβριο και βλέπουμε» και μαζί με κάτι άμυαλους που πήραν ζβάρνα Θεσσαλία, Μαγνησία και άλλες πλαζ και βλέπασι γνωστούς και τους κολλάγανε όχι ένσημα αλλά το ιό τον σκύλο τον αράπη τον ταμ ταμ ταμ, ώστε λαοί ολόκληροι είναι έτοιμοι να τραγουδήσουν το «Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια» (έτσι αρχίζει αλλιώς τελειώνει γαρ) αλλά τα παπαγάλια αντί να απαντούνε, καυχώνται ότι ανακάλυψαν την καλύτερη παραλία του κόσμου που είναι σαν ημικώλιον μαϊμούς χρυσόκωλης και δε ρώτησαν κάναν χίπη με χάρλει να τους δείξει καμιά εκατοστή καλλίτερες παραλίες.

Τους ακούω να ερίζουν για ΕΟΤ και τα εκατομμύριά του και αμφότερα τα μέρη δεν κατέουν από μπίζνα. Ασφαλώς και μία εταιρεία παρέχει δωρεάν μια ήδη πληρωμένη καταχώρισή της, διότι, ώ ανοητίλες, εμποδίζει κάποιον ανταγωνιστή να διαγωνιστεί με ίσους όρους και να τους φάει τη δουλειά.

Κι εγώ ακόμη, αυτές τις αμμουδιές που γνωρίζω, κι όχι αυτές που μου τις εγάμησαν ιδρωμένοι καταπατητές, θα τις φυλάξω ούλες με τις μυτούλες των, την εκατέρωθεν άμμο με τις λαχταριστές γυαλιστερές, να σκύβεις να παίρνεις και να τις τρως ζώσες, αλλά και τις άλλες με τις πλακέ βαθούλες που μοιάζουνε πατήματα σαγιονάρας, αλλά πρόκειται για γλώσσες απ΄αυτές που τρώνε τα μωράκια και τις βγάζεις με το πειρούνι.

Ρίξτε το κι εσείς στην παλαβή, διότι μόλις άκουσα τον τέως πρόεδρο της Βουλής και μάλλον πρέπει να ψάχνω στο κόμμα «λευκό» ή στο κόμμα των κυνηγών.