Η χαμένη γλώσσα του άλλου Καιρού
03-02-2018

….[κ]ὲ ὁ ἀδελφὸς αὐ[τ]οῦ οὐκ ἐληθάρ[γ]ησεν αὐτὸν κὲ ἐξῆλ[θ]εν, κὲ ἔδωκε[ν] αὐτὸν ὁ θεὸς κὲ τόπ[ου]ς κ[ὲ] κάσστρα ἐρημõσε{ν} [τ]άδε˙ {Σε} τὴν Σερδικήν, τὴν{ν} Δεβελτὀν, τὴν Κονσταντήαν, τ Κονσταντήαν, τὴν [Βερσ]ηνικίαν, Ἁδρηαν[ού]πολ δρηαν[ού]πολην. Τοῦτα τὰ κάστρα [ἔ]λαβεν. Τὰ δὲ λυπὰ κ[ά]στρα ἔδοκεν ὁ θε[ὸ]ς φόβον, κὲ ἄ[φ]ηκ[α]ν κὲ ἔφυγαν, κὲ ὁ κά[τ]ου τόπος [ἐξε]ληθάργησαν τὸν τόπον τοῦτον, {τ}ὅπου ἔ[ξ]ῆλθε[ν μὲ] τὸν ὅλον λαὸν κὲ ἔκ[α]ψ[εν τὰ] χωρηὰ ἡμõ{ν} α[ὐ]τὸς ὁ γέρων ὁ βασιλεὺ[ς] ὁ φαρακλός, [κ]ὲ ἐπῆρεν ὅλα, κὲ τοὺς ὅρκους ἑλησμόνησεν, κὲ ἐξῆλθεν ἐπὴ [αὐτὸν] ὁ ἄρχων {ὀ ἄ} ὁ Κρο[ῦ]μος πρὸς [τ]ὸ πολ[εμήσε]…

Όταν δεν υπήρχε γλώσσα να χωριστεί και οι Σκλαβήνοι δεν είχαν κυριαρχηθεί από τους Βουλγάρους, οι Βούλγαροι χειρίζονταν τσάτρα πάτρα τα Ελληνικά για να γράψουν τις ιστορίες και τα ραβασάκια των, όπως σε αυτό το απόσπασμα του 9ου αιώνα. Οι λεγόμενες «πρωτοβουλγαρικές» επιγραφές, σπαρμένες σε παράδοξους τόπους, πολλές ακόμη υπό την υποψία της πλαστότητας, αλλά δεν μπαίνω σε αυτά. Θυμάμαι αδιόρατα φράσεις όπως «οι θίοι μου εις Σαλονίκην» και άλλα ευαγή. Σε αυτούς κατέφυγε Ιουστινιανός ο Ρινότμητος να τον συνδράμουν να ανακτήσει τον θρόνο στην Νέα Ρώμη, ο πελεκητής Σκλαβηνιών σε σκοτεινά χρόνια

Είναι κερατένιο ζήτημα οι πηγές και η νοσταλγός ανάκτηση της μνήμης. Ώσπου να στρώσουν τα Μπαλκάνια γιατάκια στις θερμοπηγές του εμπορίου και του κοινού συμφέροντος, η αναζήτηση τεκμηρίων που «αποδεικνύουν», «υποδεικνύουν» και «αποστομώνουν» παραμένει ένας μίζερος και υφέρπων κουβαράς που φτιάχνει καρριέρες και σωτήρες.

Κατούνες και ζάντρουγκες και ημιυπόγειες «κάσσες», συμμαχίες που δεν χωράει ο απλονοϊκός νούς της έρευνας με στομωμένη λάμα, πάντα θα βρίσκονται χωμένες στην αχώρητη αφήγηση και θα σαστίζουν τους μαθημένους στην ρομαντί και μπλεμαρέν διήγηση των «εθνικών κρατών».

Βαστάτε όθεν άρματα που δεν υπάρχουν και ζαλωθείτε όλα τα «τριεθνή» της χερσονήσου ημών, που χαράχτηκαν πάνω σε χαμένες πόλεις και θεοδόλιχους των επιτροπών για τα σύνορα.