Συμπαθώ ιδιαίτερα την γοτθική αρχιτεκτονική. Ειδικά την τελική εντύπωση που προκαλούσαν τα εσωτερικά τους, στους νεοπροσληφθέντες στην τέχνη του υπερβατικού. Αυτή η οξύτητα, η αίσθηση της κορύφωσης, που δεν έχει καμία σχέση είτε με την δρομική μεσογειακή ναοδομία, είτε με την ακμή της, στα περίκεντρα και στα τρουλλαία κτίρια. Μάλλον πίστευαν σε άλλον θεό, που τους εκτόξευε στα επουράνια και δεν τους στέγαζε υπό την παραμυθία των θόλων, των τοξοστοιχιών και των φουρνικών.
Και αυτό το πετύχαιναν, απογειώνοντας τους μακρόστενους, υπερύψηλους σηκούς των, υπερφωτισμένους από τα υάλινα διαφράγματα και την τάση να εκφράζουν την αρχιτεκτονική τους μέσω δεσμών απο ραδινές κατακόρυφες γραμμές που χάνονταν στα ύψη. Η λύση που διάλεξαν, ήταν οι επίστεγες αντηρίδες, οι flying buttresses.
Αυτές οι αντηρίδες προϋπήρχαν ως ενισχυτικές. Τις χρησιμοιούσαν κυρίως όταν οι περιμετρικές τοιχοποιΐες έδειχναν κόπωση, οπότε τις πρόσθεταν σε μετασκευές, όπως συνέβη στη Ραβέννα, στη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης, αλλά και το θέατρο των Φιλίππων,στην μία πάροδο, υπάρχει ένα ημίτοξο να δένει μια παρειά των κερκίδων. Αλλά την Μεσόγειο δε την δένεις με σκοινιά, ορθώς απορεί ο στιχουργός, αλλά με παχύτατους τοίχους που ανακρατούν την θόλο. Αν η Ανατολή προτίμησε τον μπάμπουρα για να τον εξελίξει, η Δύση ήταν σαφώς υπέρ των ορθοπόδων, του τριζονιού και της ακρίδας.
Ή, ακόμη πιό εποπτικά, οι δικές τους υπέρογκες αρχιτεκτονικές έμοιαζαν ως προσομοίωση του σκελετού ενός καμαρωτού πεποικιλμένου πτηνού, με φουρφουριστό πτέρωμα, αλλά στηρισμένο σε λιανό κούφιο κοκκαλάκι. Όπως το παγόνι.
Χάρη στις επίστεγες αντηρίδες, οι τοίχοι στέριωναν πανύψηλοι, σχετικά λεπτοί, ενώ τα φέροντα στοιχεία άφηναν υπερεπαρκή διαφράγματα για να δοξάζονται τα βιτρώ και τα ακτινωτά κύκλια. Ενώ απέξω, το σύνολο έμοιαζε με των τζιτζικιών και των τριζονιών το γαμμάτισμα των πίσω ποδιών και εκείνη η ακινησία τους ,όταν έτρωγαν ή καιροφυλακτούσαν.
Οι στατικοί θα σας εξηγήσουν την μεταφορά των ωθήσεων προς την Γαία, που αφαιρούσε πολλές ρωγμές από τον δομημένο χώρο. Γι’ αυτό και αγαπάω την Νοτρ Νταμ, που μπροστά μοιάζει με μεταποιημένο Ρομανέσκ, με εκείνους του δίδυμους πύργους, κι όσο βαίνομεν προς ανατολή, βρέχει ακρίδες, συμβολικώς μιλώντας.
Στην Ανατολή, ο τρούλλος παραμένει δραγουμάνος του φρικτού ρητού «όσο και να ψέλνετε, ραβαΐσι στον Παράδεισο δεν έχει, ενώ η πτερωτή οξυκόρυφη ένταση της Δύσης, διδάσκει «κι εδώ είναι σκούρα τα πράγματα, αλλά θα υπάρξει πίσημος ημέρα που θα εκτοξεύσουμε διατημόπλοιο».