Δεν είναι μυστική διαδικασία η νηπιακή σεξικότητα που αναδύεται με μηχανικές κινήσεις ή εικαστική καθήλωση. Στην περίπτωσή μου, γνώρισα αυτήν την παράξενα μεθυστική αίσθηση χάρη στις γενναιόδωρες αγκαλιές που μου επεφύλασσε η θεία Φροξυλάνθη. Ήταν άτεκνη και η αγκαλιά της συνέπεσε με τις ιταλίδες Μαντόνες που πρωτοείδα σε ένα βιβλίο. Αισθανόμουνα ακυρωμένο όν, σωματικά φαγωμένο από κεζάπι -τέτοια αίσθηση. Αλλά η πρώτη μου αφύπνιση, εννοώ απλής, μονοκόμματης γενετήσιας ορμής, επισυνέβη χάρη σε ένα τεύχος των «Κλασικών Εικονογραφημένων» του Πεχλιβανίδη καθώς η δεκαετία του πενήντα άρχισε να μαδάει. Και ήταν οι άθλοι του Ηρακλή. Μου είχε καρφωθεί η εικόνα της βασίλισσας Ομφάλης, των Λυδών που της έτρωγαν τα πλούτια οι Κύκλωπες κι εκείνος τους εξόντωσε, η Ομφάλη τον αντάμειψε επί τρία χρόνια, ώσπου ο Ήρως σάμπως οφλάντισε και άλλαξε Άθλο.
Οι δημιουργοί των ελληνικών «κλασικών» στην πρώτη τους περίοδο, ήταν κυρίως ταλαντούχοι αριστεροί που απασχολούνταν ευπρεπώς. Εικαστικά, ο Γραμματόπουλος, κι ο Μποστ. Αμή και ο Σωτήρης Ζήσης που ήξερε από αρχαιολογικά κια αυτοκτόνησε νέος, το 1958. Δικά του ήταν τα σχέδια του Ηρακλή του οποίου υπάρχει τεύχος διαθέσιμο. Ακριβής και θερμή η αφήγηση της Σοφίας Μαυροϊδή Παπαδάκη. Ο Ζήσης ήξερε πληθος αγγείων και αρχαιολογικών περιηγήσεων και αποτύπωνε με τέχνη την τέχνη τους, που έμπαινε διδακτικά στην λέμφο των παιδιών, οργανώνοντας ένα άξιο λόγου στερεότυπο. Βέβαια, μερικά γυμνά του Ηρακλή, ήταν σάμπως sissy αλλά ήταν χρόνια που τα τρίτα φύλα ήτονε ντιγκιντάνγκηδες και μουστακαλήδες και δεν είχαν κατέβει στην λαϊκή μαθητική Τάξη.
Η Ομφάλη, στη σελίδα 30, πληροφορείται πως ο Ηρακλής έφτασε στη χώρα της και όρμησε στους Κύκλωπες, οπότε η βασιλίς πολύ της ήρεσε Εφόρει φουστάνι προφανώς λινό, μεσάτο, αλλά με μια αβυσσαλέα σχισμή στο πλάι που την είδα και σαλτάρισα. Φαινομηρίς, φαινογαμπίς και τα σχετικά. Έκτοτε, χάρη σε εκείνο το σκιτσάκι, έχω κολλήσει ανεξίτηλα στις πλάγιες όψεις και μηκοτομές των γυναικών. Αυτήν την πλάση που ξεκινάει από ένα αφτί, κατέρχεται στην λαιμαριά, που ενίοτε τεντώνεται από άγχος και νεύρα, ακολουθεί την κλείδα και την τουμπίτσα του ώμου, αφήνε το χέρι στη μοίρα του, περνά διαπερώντας τα πλευρά της , ένα – ένα, λεπτύνεται στη νεφραμιά, διασχίζει τα όρη της Λεκάνης (που βρίσκονται στη Δράμα, αλλά γεννούν και άλλα δράματα) κι έπειτα, ως καταρράκτης ραδινός διοδεύουν εμφανώς μηρούς και γαμπώδεις δικουρίες άχρι αστραγάλων και των ακατανίκητων λόφων του ποδιού, ωσάν πλημμυρισμένα νερά φράγματος που έσπασε και οργά, ως άσκησις πέντε δακτύλων.