Δέχου τα παρόντα και μαθών την αιτίαν. Η τελευταία τζιχάντ εναντίον της υγείας μου, αποκρούστηκε με κλασικό τρόπο, άρα με απώλειες. Μόνον που δεν ήταν ζωτικά όργανα ή ανημπόριες από τις αναγκαστικές: η φωνή μου, το καύχημα μιας τραυλής συνείδησης, η αιτία και αφορμή που γράφω, μιλάω και ερμηνεύομαι έχει αλλάξει. Συγκεκριμένα, έγινε γεροντική. Η στριγγή βραχνάδα που έκανε διάσημο τον Χάρρυ Κλύν και την οικογένεια Κορλεόνε όταν την έπαιρναν τα χρόνια, εγκαταστάθηκε στο λαρύγγι μου. Το κατάλαβα αργά, στην πρώτη δοκιμαστική μου έξοδο στον καθαρόν αέρα. Εκχέω κοκκοράκια, αστάθεια, και στριγγιές απολήξεις. Ακριβώς σαν τον παππού μου, Ιωάννη Χατζή, που έλυωνε στο καμαράκι του ρετιρέ πάνω από το σινεμά «Ρεξ» στα στερνά του.
Οκτώ χρόνια μακριά από σπηκάζ σε τηλεόραση και πάνω από τριάντα μακριά από ραδιόφωνο, όταν η ανασαμιά θεριεύει ή σώνεται και τούμπαλιν, μου προκαλεί οίκτο και όχι αγωνία. Αλλά τώρα βλέπω πως άσχετο στα πόσα χρόνια θα πλακώσει η σιγή ενός τάφου, πρέπει να πιέσω εμαυτόν να συνεχίσει το μουρμουρητό που με συνοδεύει στην καθεμιά από τις αρκετές χιλιάδες λέξεων που πληκτρολογώ κάθε μήνα. Διότι αν δεν ακούω τη φωνή μου (με τις δέουσες εκφραστικές μαλαγανιές, τους εξ υπογυίου ήχους και την ένζωδη ποιητική θέρμη) έχω την εντύπωση πως γράφω ως μογγίλαλος κουμάνος που ψάχνει λέξεις εναγωνίως με το λουρί στο σβέρκο.
Στην ουσία, πρόκειται για επιστροφή του νηπιακού και παιδικού τραυλισμού, αλλά με άλλες προδιαγραφές. Δεν έχω παράπονο- καλά που φτάσαμε έως εδώ. Όσο για τις λέξεις που μου απομένουν, πολλές ή λίγες, απλώς θα έρχονται στην ατμόσφαιρα κομπιασμένες, τρέμουσες και με τσιριχτά διαλείμματα, ωσάν να μιμούμαι βλάχον υπέργηρον οδίτη στης Δάρδας τα στενά και την κλεισούρα στον τόπο της Δεάβολης που ονομάζουν Σελασφόρο οι επιχώριοι, όλοι λεπτόφωνοι.