Η Σέρκα έφυγε
07-08-2018

Ήταν γραφτό να το ξαναζήσει. Εξήντα περίπου χρόνια μετά το δυστύχημα μέσα στα χιόνια του μυστικού «αρραβωνιαστικού», του ατυχούς Μάρκου, ο ίδιος σπαραγμός για την καινούρια απώλεια, ας ήταν λίγο – πολύ αναμενόμενη λόγω της ολέθριας υπερλειτουργίας του θυρεοειδούς που διαγνώστηκε ότι πάσχει. Διότι η Σέρκα δεν ήταν βεβαίως μία κοινή, συνηθισμένη γάτα. Επρόκειτο για ξεχωριστή περίπτωση οικόσιτου αιλουροειδούς, έφτασε μάλιστα στο υπέρτατο σημείο ν’ αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, το alter ego της. Από μητέρα ράτσας (καθαρόαιμη Περσίδα) και κεραμιδόγατο πατέρα είχε κληρονομήσει όλα εκείνα τα κατάλληλα γονίδια για να διαμορφώσει μεγαλώνοντας μία προσωπικότητα ισχυρή. Φυσικά έπαιξε καθοριστικό ρόλο και το κατάλληλο περιβάλλον στο οποίο βρέθηκε από μικρή. Έτυχε μοναδικής φροντίδας, αγγίζοντας ή και ξεπερνώντας φορές τα όρια της λατρείας από την κυρά της. Οι δυο τους ανέπτυξαν κώδικες μυστικής επικοινωνίας, μέσα από τριβές και συγκρούσεις κυριαρχίας, περισσότερο εκ μέρους της Σέρκας, που της ήταν αδύνατο να αποδεχτεί, ιδιαίτερα το πρώτο διάστημα της συμβίωσης, ότι δεν θα είχε μόνιμα τον πρώτο λόγο, ότι δεν θα περνούσε κάθε φορά το καπρίτσιο της. Ωστόσο τα κατάφεραν από νωρίς να ισορροπήσουν μεταξύ τους, αποδεχόμενες η μία τα χούγια της άλλης, με αμοιβαίες υποχωρήσεις και παραχωρήσεις, κυρίως εκ μέρους της φίλης μου, για να καταλήξει η υπόθεσή τους να παγιωθεί στο επιγραμματικό και σαφέστατο: «Εγώ η Σέρκα και η γάτα μου η Ζυράννα».

Χάρμα οφθαλμών, με το φουντωτό τρίχωμά της στις αποχρώσεις της κανέλλας και του χρυσού, το κόκκινο τιγρέ όπως επίσημα έχει κατοχυρωθεί ως χρώμα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της κληρονομημένα απ’ ευθείας από την ευγενή ράτσα, μάτια τεράστια, ιριδίζοντα και απαστράπτοντα, γεμάτα περιέργεια για κάθε τι καινούριο ή παράξενο του οπτικού τους πεδίου, καθηλωτικά αν αποτολμούσες να την κοιτάξεις ασκαρδαμυκτί, μουστάκια–αισθητήρες καμπυλωτά και μεγάλα, η Σέρκα είχε θαρρείς επίγνωση της ωραιότητος που η γαλαντόμος φύση την προίκισε. Επιβλητική, περιπαθής, εκ φύσεως, «όσο πατάει η γάτα» νωχελική, είχε επίσης το μοναδικό χάρισμα της ομιλίας. Ας μην ακουστεί ως υπερβολή, έπιανες κανονική κουβέντα μαζί της. Ρωτούσες κι εκείνη απαντούσε ή το αντίστροφο. Τα «μαρ μαρ» έδιναν κι έπαιρναν, αν είχες κέφι για συζήτηση. Έδειχνε να το απολαμβάνει που, επιτέλους, κάποιος την ακούει και λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν του την γνώμη της. Ποτέ δεν έλεγε όχι σε μια «λεκτική» επικοινωνία. Κι αυτό μπορούσε να κρατήσει για ώρα χωρίς να βαρεθεί. Ήθελε την προσοχή σου στραμμένη επάνω της. Αλίμονο αν έκανες το λάθος, έστω και φευγαλέα, να ασχοληθείς με την «λαϊκιά» πλην τσαχπίνα Ζαΐρα ή τον κατάλευκο Ναρσίζο με τα καταγάλανα μάτια, Πέρσης κι αυτός, τις δύο ακόμη γάτες του σπιτιού, αποκτηθείσες για λόγους φιλευσπλαχνίας και αρκετά μετά από την δική της έλευση. Όσο υπήρχε εκείνη, τις αντιμετώπιζε ως «γάτες ενός κατώτερου Θεού» και το έδειχνε με κάθε τρόπο, προς πάσα κατεύθυνση. Τις κρατούσε σε απόσταση χωρίς πολλά – πολλά. Ήθελε δεν ήθελε αποδέχτηκε τελικά την παρουσία τους και με κόπο ψυχής το πήρε απόφαση να συμβιώσει ειρηνικά μαζί τους, περισσότερο για χατήρι της κυράς της. Με την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι εκείνη θα διατηρούσε την πρωτοκαθεδρία, έχοντας τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην μεταξύ τους συναναστροφή και τα παιχνίδια, όπερ και εγένετο. Ως «πρωτότοκη» απαιτούσε την μερίδα του λέοντος σε όλα, ακόμη και στα περιζήτητα, τα καθημερινά χάδια της κυράς της, ουδόλως μοιρασμένα δίκαια, φανερά τουλάχιστον… Μου είχε εκμυστηρευτεί πως για ν’ αποφεύγει τις σκηνές ζήλειας εκ μέρους της, κάτι που θα ξεσπούσε στην καμπούρα των ανυποψίαστων ομοφύλων της, φρόντιζε να τα χαϊδεύει κρυφά  και εναλλάξ στο μπάνιο. Παρ’ όλα αυτά, πάντοτε το έπαιρνε χαμπάρι η Σέρκα και την είχε στημένη έξω από την κλειστή πόρτα!

Οφείλω να ομολογήσω, εν παρενθέσει, πως αδυναμία μου είναι το αντίπαλον δέος, οι σκύλοι. Κι ας μην αναζητήσουμε τους βαθύτερους λόγους της προτίμησης. Πρόχειρα και μόνο να σημειώσω πως το βλέμμα του σκύλου – το δουλοπρεπές για τους θιασώτες των γατών – ή το χαρούμενο γαύγισμά του κατά τον ερχομό του αφέντη, συνοδευόμενο από το μέχρις υπερβολής κούνημα της ουράς, αλλά κι όλες εν γένει οι εκδηλώσεις του πίστης, αφοσίωσης και αγάπης, είναι από τα πράγματα που με συγκινούν βαθιά. Πλην όμως η προσφιλής Σέρκα κατάφερε να μετατοπίσει, κατ’ εξαίρεσιν, το ενδιαφέρον μου. Προφανώς αυτό δεν συνέβη μόνον ένεκα της αδιαμφισβήτητης γοητείας που διέθετε, αλλά διότι την είδα και μέσα από τα μάτια της φίλης μου. Αυτός ήμουν πάντα, οι φίλοι των φίλων μου ήταν και δικοί μου φίλοι. Αγαπούσα ό,τι αγαπούσαν κι εκείνοι, πώς αλλιώς; Έτσι, όταν το τελευταίο διάστημα, παρά την ξεχωριστή φροντίδα και την καθημερινή φαρμακευτική αγωγή, έφτασαν οι τιμές του θυρεοειδούς στα ύψη, με αποτέλεσμα να χάνει διαρκώς βάρος, φιλοτιμήθηκα να αναλάβω κάπως πιο ενεργό ρόλο. Αφορμή στάθηκε η λιχουδιά των ψητών σαρδελών, αγορασμένες, λόγω της περίστασης, σε τσιμπημένη τιμή. Πρότεινα να το κάνω εγώ σε τακτά διαστήματα, μιας και η κυρά της απέχει κάθετα από οιανδήποτε επαφή με την «κακοποιημένη» από το ανθρώπινο είδος πανίδα. Η ανταπόκριση υπήρξε μεγάλη εκ μέρους του ζωντανού. Από κοντά προστέθηκε στο μενού και συκώτι μοσχαρίσιο. Περιχαρής μου ανακοίνωνε κάθε φορά τηλεφωνικώς η φίλη μου, πως τιμήθηκε με το παραπάνω εκ μέρους της Σέρκας, η προσφορά μου. Και πως ευχαριστεί θερμά τον θείο της. Παρά τις πιέσεις να πληρωθώ το κόστος και παρότι εν πενία διάγων, αρνήθηκα λέγοντας: «Είναι μία αφιλοκερδής προσφορά προς την ανιψιά μου, δεν δέχομαι κουβέντα επ’ αυτού».  Η επισφαλής υγεία, η ολοένα φθίνουσα, είχε επιφέρει, ανάμεσα στα άλλα, αλλαγές και στις διατροφικές της συνήθειες. Περνούσε κρίσεις βουλιμίας ή ανορεξίας. Ήμουν ευχαριστημένος λοιπόν που έπιανε τόπο η χειρονομία μου. Και για την φίλη, που τόσο αγωνιούσε, ήταν μια σχετική ανακούφιση, μια φευγαλέα παρηγοριά το γεγονός ότι η γάτα της έτρωγε με όρεξη ό,τι της έστελνα. Οι αρίστης ποιότητας κονσέρβες και τόσο δαπανηρές, την άφηναν αδιάφορη. Αδυνάτιζε κάθε μέρα όλο και πιο πολύ, είχε πάρει την κατιούσα, ίσα που θύμιζε τον παλιό λαμπρό εαυτό της η σκιά που είχε, πλέον, απομείνει ως Σέρκα.

Ένα απόγευμα ήταν ιδιαίτερα ανήσυχη. Παρά την ασθένεια που εδώ κι έναν χρόνο την είχε ολοφάνερα καταβάλει σωματικά, εξακολουθούσε λόγω του χαρακτήρος της τα διάφορα πείσματα.  Δεν εννοούσε να πειθαρχήσει όχι στις προσταγές, αλλά στις ικεσίες που με χαμηλή φωνή και παρακλητικά της απηύθυνε  η κυρά της. Έκοβε βόλτες επάνω στο γραφείο και υπέγραφε, κατά την πάγια συνήθειά που είχε, τις σκόρπιες σελίδες με την ουρά της. Όταν με τα πολλά την κατέβασε κάτω, θύμωσε κι άρχισε τα «μαρ μαρ» σε εριστικό τόνο. «Άκου να σου πω, δυο Ζυράννες στο ίδιο σπίτι δεν χωρούν, πάρτο απόφαση», της ξεκαθάρισε, έστω και με πολυετή καθυστέρηση, η συγγραφέας. Ολαφάνερα ενοχλημένη για την προσβολή και μάλιστα μπροστά σε τρίτον, γύρισε και της απάντησε με ένα εύγλωττο, μακρόσυρτο «μαρ» του τύπου: «Μπα, και ποιος το λέει αυτό;». Κοιταχτήκαμε και βάλαμε τα γέλια. «Πάρτο εσύ απόφαση, αφού η ίδια λες ότι η Σέρκα σε φιλοξενεί στο σπίτι σου και όχι το αντίθετο», σχολίασα αστειευόμενος. «Πες το ψέμματα» μου αποκρίθηκε. Και λίγο μετά άκουσα κάτι ψιθύρους μετάνοιας και συγγνώμης εκ μέρους της φίλης μου. Την είχε πάρει παράμερα και της εξηγούσε χαμηλόφωνα το πόσο πολύ την αγαπάει και ότι λυπάται αν την στεναχώρησε. Εκείνη συγκατένευε με κανένα σοροπιασμένο «μαρ» κάθε τόσο, απολαμβάνοντας τα χάδια της αποζημίωσης. Και ξεχώρισα να της λέει η Ζυράννα: «Δεκατρία χρόνια που ήμαστε μαζί, ζήτημα είναι αν οι κακές στιγμές μας φτάνουν ως άθροισμα το ένα μισάωρο. Εγώ στεναχωριέμαι περισσότερο όταν σε μαλώνω, και το ξέρεις αυτό». Μετά το οικογενειακό καυγαδάκι προσποιήθηκα, βεβαίως, τον ανήξερο για όσα άθελά μου είχα ακούσει και συνεχίσαμε την κουβέντα μας από το σημείο που είχαμε διακόψει.

Ένα κυριακάτικο απομεσήμερο φθίνοντος Ιουλίου, στις 22 συγκεκριμένα, κτύπησε το τηλέφωνο. Πήρα το ακουστικό και αντί άλλου χαιρετισμού άκουσα ένα γοερό κλάμα και μια τραυλή φωνή που προσπαθούσε κάτι να μου πει. Και κάποια στιγμή εκείνη η σπασμένη φωνή κατόρθωσε να ξεστομίσει και να μου πει την πικρή είδηση: «Η Σέρκα έφυγε». Το κλάμα συνεχίστηκε κι εγώ βουβός κι αμήχανος προσπαθούσα να βρω τα κατάλληλα λόγια παρηγοριάς. Δεν επρόκειτο για τον θάνατο συγγενικού ή προσφιλούς προσώπου, αλλά για τον χαμό ενός αξιολάτρευτου τετράποδου πλάσματος, γεγονός εξ ίσου οδυνηρό. (Δεν θα ξεχάσω ποτέ το κλάμα που έριξα επί ένα δίωρο στην σκοπιά, επιστρέφοντας από άδεια στην μονάδα, την ίδια ακριβώς ημέρα που το πρωί είχα βρει σκοτωμένο, λίγα μέτρα από το πατρικό σπίτι, τον  σκύλο μου, τον αγαπημένο μου Ρόκο.) Όσοι φίλοι των ζώων και τρυφεροί προστάτες τους βρέθηκαν σε παρόμοια θέση κατανοούν, πλήρως. Δεν διαφέρει η πίκρα της απώλειας για τα πλάσματα που αγαπήσαμε βαθιά. Προσπαθούσα εις μάτην να ανασύρω, λοιπόν, εκφράσεις και λόγια αρμόδια, ενώ εκείνη από την άλλη άκρη του τηλεφώνου μονολογούσε, μη παραλείποντας κάθε τόσο να αναφέρει το όνομά της: «Σερκούλα μου» έλεγε και ξανάλεγε με άφατη θλίψη. Όταν καταλάγιασε λίγο μου είπε μέσες–άκρες, πότε και πώς έγινε το μοιραίο. Έφυγε ήσυχα κι αθόρυβα. Το ίδιο πρωί ανέβηκε στο σπίτι, μιας κι από τότε που καλοκαίριασε για τα καλά προτιμούσε, λόγω δροσιάς προφανώς, να κοιμάται στο χαμηλότερο εσωτερικό κεφαλόσκαλο της μονοκατοικίας. Έτυχε της συνήθους τρυφερότητας, επαυξημένης με απαλό βούρτσισμα, αγκαλιές και πάμπολλα χάδια. Δεν πλησίασε το πιάτο με την τροφή, ήπιε μόνο νερό και μετά πήγε στην άμμο της. Κατά την διαδρομή της προς τα εκεί συναντήθηκε με τον Ναρσίζο. Αφού τον προσπέρασε, γύρισε και του έρριξε ένα βλέμμα του τύπου, «οι κυρίες προηγούνται, πόσω μάλλον εγώ», και συνέχισε την πορεία της. Μέχρι τέλους ο χαρακτήρας της παρέμεινε ίδιος και αναλλοίωτος, καθότι ως γνωστόν «πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι». Εκείνος ως συνήθως γαλήνιος στάθηκε ακίνητος μέχρι να αποχωρήσει η Σέρκα. Η οποία κατέβηκε πάλι τα σκαλιά προς το μέρος που είχε επιλέξει. Κι αυτό ήταν. Η τελευταία εικόνα της εν ζωή. Την ταφή της ανέλαβε πρόθυμα ένας φίλος από τα Μέγαρα, ο Μανόλης. Θα την μετέφερε εκεί, στο κτήμα που έμενε. Το μόνο που ζήτησε από εμένα η Ζυράννα, η μοναδική χάρη που ήθελε να της κάνω, ήταν να συναντηθούμε κατά το βραδάκι για έναν καφέ στο CENTRALE, το μόνιμο στέκι μας.

Πάνω στις οκτώ, κινήσαμε ένα απόγευμα για τα Μέγαρα. Ήμασταν κάποιοι στενοί φίλοι, θα μας πήγαινε ο Ορέστης με το αυτοκίνητό του. Σε όλο το ταξίδι ήταν βουτηγμένη στις σκέψεις της. Φτάσαμε και, σαν υπνωτισμένη, κατευθύνθηκε προς το μνηματάκι της Σέρκας. Κάτω από μια ροδιά υπήρχαν μερικές πέτρινες πλάκες στρωμένες με τάξη και μία όρθια. Η Ζυράννα έσκυψε, γονάτισε κι άρχισε σιγανά να της μιλάει.