Η Ραγούζα
05-06-2021

Έρευνα στις φωτοθήκες των Παρισίων, διαμονή σε Πακιστάνι μακρυνάρι δωμάτιο δίπλα σε αγορά με όστρακα, το Σιτροέν βάτραχος, μοντέλο παλάς με τις ταχύτητες στο τιμόνι, ήταν 1988 και το μπέρδεμα της ζωής δεν επέτρεπε δεύτερες σκέψεις.

Όταν ήρθε η ώρα της επιστροφής οίκαδε και αποφασίσαμε γλύστρα μέσω Δαλματίας δεν υπήρχε οδηγός, πάρεξ οι αναφορές του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου εκατέρωθεν της Ραγούζας, ήτοι του Ντουμπρόβνικ. Η επιστροφή σκάλωνε στην Γερμανία, προκειμένου ένας τότε φίλος να μας εφοδιάσει με χρήματα και ει δυνατόν με λάστιχα για να μη γλυστράει ο βαρύς βάτραχος, αλλά εντέλει καταλήξαμε μέσω των παλαιών κτήσεων του ρήγα Πιπίνου στην Τεργέστη, απ΄όπου και βρέθηκε χρηματικό ποσό για την επιστροφή.

Ήταν πολύ παράξενη η ταξιδιωτική ευρωπαϊκή εμπειρία στην δεκαετία του 80, ιδίως μετά την επιστροφή της αντιχουντικής εμιγκρέτσιας από τα Παρίσια και τις Ιταλικές βολικές πόλεις. Εποχές που δεν θέλει να θυμάται το τότε ΠΑΣΟΚ.

Άρχισε η γλύστρα της Δαλματίας με περικύκλωση της Ιστρίας και αποφυγή της Ριεκας, οπότε με την νήσο Krk στα δεξιά, κατηφορίσαμε πριν σταθεροποιηθεί η Σλοβενία και η Κροατία, στα παρτάλια της Γιουγκοσλαβίας, όπου και η κατάσταση ήταν απλώς έκρυθμη. Ήταν πολύ δύσκολο να βρεις βενζίνη σε βενζινάδικο — ο βενζινάς έκλεινε το μαγαζί, ερχόταν μαζί σου στο πίσω κάθισμα, σε πήγαινε στο σπίτι του ή σε χώρο συγγενούς όπου αναπαύονταν μασκαρισμένη μια δεξαμενή πλαστική με καύσιμο και στην μετάγγιζε κάπως σαν αιμοδοσία. Άσε το παζάρι που έπεφτε.

Ώσπου πριν βραδιάσει, φάνηκε ο αστέρας ο βύθιος, το λευκό κάστρο του Ντουμπρόβνικ που έλαμπαν οι πώροι του στο ηλιοβασίλεμα και βρήκαμε εύκολα πανσιόν επειδή οι κάτοχοί τους, έκρυβαν από τις Αρχές το επάγγελμά τους. Βρήκαμε και σουπερμάρκετ με τέσσερα ή πέντε είδη, όλα κι όλα, ψάξαμε οδοντόκρεμα και μας προσφέρθηκε ένα χάρτινο κουτί σε σλαβονική γραφή και ανακαλύψαμε αργά πως ήταν στερωτικό μασέλας. Το δείπνο ήταν κυριολεκτικά δειγματοληπτικό, αδύνατο να χορτασθεί ακόμη και πασοκτσής της εποχής, αλλά περιτρέχαμε την πόλη νήστεις και μαγεμένοι, κάθε πλατεία και άλλη μπάντα ή ορχήστρα, ενδεδυμένη διαφορετικά, όπως στο ΜΑΧΙΜ στο Ταξίμ της Πόλης, όπου σε κάθε εμφάνιση της θεάς Ζεκή Μουρέν (πλαισιωμένου από τον συμπαθή Τάτλισες) ο τρόπος της Γλέντας διέφερε από τις δήθεν ρεμπετιές μας, δι εναλλαγής εκατοντάδων μουσικών επί σκηνής.

Αλλά στη Ραγούζα έβγαζε μάτι ο κυβερνήτης της βραδιάς: εκατοντάδες νέοι, ακόμη και από την έναντι ιταλική ακτή, την κατάβρισκαν σαν τα τσαμπιά από παντού, χορεύοντας και αλληλοχαϊδευόμενοι, περνώντας χέρι-χέρι κάτι πιοτά ξινόμαυρα. Η εναλλαγή χορών και μουσικής ήταν πάνω από αίσθηση Φελίνι — και παρέπεμπε περισσότερο στα γεράματα του αυτοκράτορα Τιβέριου με τα μωρά που τον τσιμπολογούσαν.

Η αστραφτερή πόλη ήταν από μετώπου έως ποδονύχων μια οραματική πόλη, στην οποία δεν μας άξιζε, ημών των Γοτθογραίκων, καμία έκπτωση και αναδοχή, γι αυτό και πουρνό-πουρνό, δυναμωμένοι από την υπεραρκετή δόση του Σπαλάτου που μας έμοιαζε, χωθήκαμε μέσω Νίκσιτς στην κοσσοβάρικη μουσουλμανία, με τα καλπάκια από γιδόμαλλο, μακραν πάσης Ευρώπης και καλύψαμε αυθημερόν τα 1100 χιλιόμετρα Ραγουζα-Σαλονίκης.

Έως εδώ παρακαλώ, καθώς δοκιμάζω και πειραματίζομαι σε μια μορφή οδοιπορικού και οποιανού δεν του αρέσει, πιθανόν δικαίως, ας βλέπει τον Ευτύχη με τα ελληνικότατα σνάκς στις Φερόες.