Η πόα της δυστοπίας
23-06-2020

«Μη ταράζεσαι σε μαλάκα» «Δε γίνεται να μη ταράζομαι, ρε συ»

[Διάλογος που δεν έγινε]

Όχι, δεν με αφήνετε να αγιάσω. Είναι και που με κραζ΄η θάλασσα.

Προ εβδομάδων, με είχε αρέσει ένα κλασικό κομμάτι που έπαιξε συλλογικά από τα παραθυράκια της, ορχήστρα της Θεσσαλονίκης από την tv100 και με γέμισε χαρά και ευνομία.

Για κάποιον λόγο συχνά ξεκινάω την τηλεοπτική μου ημέρα απoφεύγοντας τα ιδιωτικά κανάλια. Ειδικά τώρα, με το δεκάχρονο, τον σκιτζή δήθεν κολλητό της Κοντολίζας και το βιτριόλι, μου την σπάνε οι συνήγοροι, οι μιμήσεις της Νικολούλη και το ύφος του κατακαημένου που έχουν οι σχολιαστές. Τώρα και με τον Μιώνη, με μειώνει το μπλέξιμο με την κυρία Μαρέβα. Όταν φοράς εμπριμέ λίμπερτι περικνημίδα κάτω του γονάτου και η απόχρωση των μαλλιών σου είναι ομόχρωμη του δέρματός σου, απαλλάσσεσαι, ό,τι κι αν έκαμες aν έκαμες, αυτεπαγγέλτως.

Ξεκινάω λοιπόν τον ξύπνο μου, αφού πέρασα μια νύχτα κουκουβάγιας, μπούφου και γκιώνη («γκιών, γκιών» ο γκιώνης δίδασκε το αναγνωστικό της πρώτης δημοτικού) με την Βουλή-τηλεόραση, που είχε ένα Σπάρταθλο, αλλά μπορεί να ήταν και άλλος κάναλος, της Παναγίας της Κανάλας, όπου ετιμάτο η καθυστέρηση χιλίων Σπαρτιατών επί δύο εβδομάδες στον Μαραθώνα διότι εόρταζαν, και μετά δυο τραγούδια εκτελεσμένα από δεκάδες μουσικούς και τραγουδιστές, ο καθένας με τον πόνο του, σαν να έγδερνες τυραννόσαυρο ρέξ ή δύο από τα τρία γουρουνάκια του παραμυθιού, ένας αυτάρεσκος δραματικός ήχος πλαστικής τσουγκράνας πάνω με μόνον διευθυντή έναν που ανέδιδε τον ήχο «και φωνάζω κούι κούι και κανένας δε μ΄ακούει» Πιό άνετα θα άντεχα να τραγουδάει ο Γκαίμπελς. Εκ του τάφου.

Αλλάζω αριτσωμένος κανάλι και ήτονε τα Γκαλαπάγκος. Οικολόγοι. Ένας θαλάσσιος λέων είχε άγκιστρο στο κάτω χείλος και ενθουσιώδεις περιβαλλοντοφύλακες, τύπου «ουάου, κουβαλάου τα περσότερα συμπράγκαλα» είδασι πουλάκια του Δαρβίνου κεκαυλωμένοι, βρίσκουνε το ζωντανό αλλά τους πρόλαβε Γκαλαπαγκιανός πσαράς και είχε απομακρύνει το άγκιστρο. Στην αρχή γελάστηκα και νόμισα πως ήταν εθάς ιαχή της Αντελίνας. Και μετά άλλη σκηνή όπου μια στρατιά θλιμμένων μαχητών εξολόθρευε σαλιαγκούς επειδή ανέτρεπαν την ζωική πυραμίδα. Κλαίγαν και σκότωναν.

Κατά τα άλλα, ο Τραμπ περνάει κρίση, οι Παλαιστίνιοι θέλουν ΑΟΖ, οι Έλληνες σκέφτονται να δοκιμάσουν πυρπολικά, (δυο φορές οι Λάμαχοι της χώρας χρησιμοποίησαν την έκφραση «θα τους κάψουμε» και οι Αμερικάνοι, περιμένοντας μπουρλότο στη Μεσόγειο, δεν μπορούν να αφήσουν Μητσοτάκη και Τσίπρα να ξεκατνιάζονται με δικαστές του άλλου καιρού. Βγάζουν από τον φάκελο έναν πλατωνικό διάλογο και τον σείουν επιδεικτικά. «Τι τηνικάνδε αφίξαι ώ Κρίτων;». Ο Κρίτων, ο Πλάτων και η μάνα τους, είναι ειδοποιημένοι. Θα συμβεί μία αναταραχή, μπορεί και εκλογές, να μάθουν όλοι να φέρονται. Και με τέσσερα μειονοτικά κόμματα στη λίστα, να σφίξουν οι κώλοι.

Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα, αλλά η περιέργεια κρατάει ζωντανόν τον Πετεφρή:

«Μη ταράζεσαι σε μαλάκα» «Δε γίνεται να μη ταράζομαι, ρε συ»

Ο διάλογος Παπά – Μιωνή ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προδιαγραφές που όρισαν ένας χαβαλές που κοντεύει να του ξεκολλήσει το σαγόνι από ανία, ονόματι Τσίπρας κι ένας Κολάμπια μίμος που ενίοτε ξεχνιέται και τεντώνει το μικρό του δαχτυλάκι με το φελτζάνι, θαρρείς και αστειεύεται με τον Ταλεϋράνδο, ονόματι πρωθυπουργός. Αμφότεροι, έχουν απώλεια στήριξης, παχυλή άγνοια σε πολλά, ολοκληρωτική έλλειψη αυτόνομης ίντριγκας και απολύτως εξαρτώμενοι από θλιμμένους συμβούλους της καραπλάκας. Αμφότεροι έχασαν την μεγάλη ευκαιρία, να προσλάβουν τον μακαρίτη τον Αλέφαντο όταν έπρεπε, όταν χτίζονταν τα συνθήματα στην υπέροχη, ασύστατή μας χώρα.

Αλλά πλεονεκτούν στο πάχος της δυστοπικής στιβάδας που παρέσυρε πολύν κόσμο και το παίζουν αναντικατάστατοι.

Νομίζω πως είναι ώρα να τους μαζέψει η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, αφού αφήσει να γκριζάρουν τα μαλλάκια της και να κοψει την φράντζα, δηλαδή κατά τον Οκτώβριο και χαμογελώντας τους να τους ειπεί, με σφιγμένο έρκος οδόντων: «κύριοι, λέω να αραιώνω, ώστε να βρήτε πρόεδρο αντάξιο των βυσσοδομιών σας» Kαι, ω της εκπλήξεως να τους κουνήσει μαντίλι ενώ μια χορωδία αγγέλων της Κολάσεως, πάνω σε διαλυμένες χάρλεϊ θα τους τραγουδάει από το μακρινό 1978, οπότε και εκείνη αποφοίτησε, εκλεκτές γραμμές από το far away eyes:

So if you’re down on your luck and you can’t harmonize

Find a girl with far away eyes
And if you’re downright disgusted and life ain’t worth a dime

Get a girl with far away eyes.

Ακόμη και οι δυό τους, θα νοιώσουν αυτό το στύλ του Μπέικερσφιλντ, το νοτισμένο από αρπίσματα κιθάρας που αποχαιρετά τον ήλιο.

Και για να μη με πάρετε αναιτίως για παραδοξολόγο, η δυστοπία δεν ορίζεται από τις νεοελληνικές χαζομάρες αλλά από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ που αφήνει το ελικόπτερο  δαρμένος (ηθικά) και φαίνεται πως δεν έχει πρόθεση να ισιώσει τις στραβές γραμμές της παρέλασής του. Και η Ελλάς, ως μόνη αποκλειστικά αμερικανόφιλη κυβέρνηση της περιοχής, παραμένει ανέστια και ακαθοδήγητη, καθώς η Μεσόγειος έγινε ένα ριγκ στο οποίο εμείς δεν μπορούμε καν να ρίξουμε πετσέτα στο καναβάτσο, αν με εννοείτε.

Όσο για το find a girl with far away eyes, ήτοι την Θεά που λάμψιν έχει όλη φλογώδη, χείλος, μέτωπο, οφθαλμός μη μου απορείτε που υπάρχει στο Ζαμπρίσκι Πόιντ, στο Παρίσι-Τέξας, στους Κεκαρμένους που μεταποιήθηκαν σε Ευδοκία και στην επιμονή όλων μας να φτύνουμε τα Γράμματα και τις Τέχνες αυτού του τόπου, διότι δεν αναγνωρίζουμε παρά μόνον Πολιτική, όταν ο βίος μας ξεκίνησε από την «πολίτικα» (politesse), ήτοι την ευγένεια.