Ως οδοιπόρος που βαρέθηκε τα άγρια δάση και τα τσιμπήματα αγνώστων εντόμων και ξάφνου φτάνοντας σε ραχούλα και καταδεχομενος να θαυμάσει μια θέα είδε μπροστά του τον Μέγα Εκλογικό Διάκοσμο, ιδού η αναφορά μου.
Αριστερά, είναι ένας λόφος σε σχήμα πυραμίδας. Είναι πασιφανώς του Σύριζα, εάν κρίνω από την κουρεμένη χλόη και στην κορυφή του να γυαλίζει ένα στέμμα Ηγεμόνα. Τριγυρισμένος από στίφη οπαδών, μοιράζει κατά το έθος σοκολατάκια. Δια των λόγων του. Άλλοτε με τις χούφτες, άλλοτε με φειδώ. Δεν ακούει κανέναν, αν και από ένα βαθύν ήχο κάτωθέν του , που μοιάζει με τεντζερέδες σε υπόγειο, φαίνεται πως τον υποστηρίζει ένα αθέατο υπόγειο. Στον λόφο προσέρχονται πολλοί. Κυρίως νέοι που τους έταξαν μέλλον.
Δεξιά απλώνονται τα ερείπια ενός παλαιοχωρίου. Εκεί πανηγυρίζουν, δεν ξέρω το γιατί. Πάντως ακούγονται τσιτάτα που διακόπτονται από ιαχές. Πάντως όλοι ουρλιάζουν όποτε ακούνε ιαχή που αρχίζει από «εκλόγ, εκλόγ». Δεν ξέρω πλέον τι παναπειαφτό. Η μακαριότητά τους με εκπλήσσει. Ίσως πταίει ομάς ρασοφόρων δημοσκόπων που μέσα σε μεγάλα καζάνια μαγειρεύουν ψιλό μακαρονάκι αλφαβήτας. Μαγειρεύοντας, φώναζαν ο ένας στον άλλον «είναι αυτό κουλί;» και εξ αυτού κατάλαβα πως εννοούσαν τον Κούλη.
Ενδιάμεσα, μόνον νεκροί, τυμπανιαίοι ή διαμελισμένοι, και ρυπαροί διαγουμιστές που προσπαθούν είτε να πλησιάσουν τα καζάνια, είτε τις τσικουλάτες. Αυτοί υπήρξαν οι αρχαίοι χρήστες του χώρου. Ο λόφος είναι απότομος, το παλαιοχώριο φρικτό και απρόσιτο ρημαδιό.
Πήρα τα γερμανικά μου κυάλια και επόπτευσα τα πέριξ. Στην χαράδρα μεταξύ των δύο τοποσήμων, ετοίμαζαν προφανώς μια τελετή υποδοχής. Ήχος και φως οργανωμένα, προβολείς προβαρισμένοι να σκοπεύουν τους μελλοντικούς εορταστές. Οδηγίες έδιδαν πρέσβεις, δραγουμάνοι και ολίγοι χαρτογιακάδες με άποψη.
Μονολόγησα «τι γίνεται ρεπούστη μου» και δέχομαι μια ουρανομήκη φάπα κατά σβέρκων, τόσο δυνατή, ώστε κόντεψα να καταπιώ τα κυάλια. Και ακούω εξ αρχαγγέλου φωνή πύθωνος:
«Όλοι εκεί θα κατεβούν και δεν ξέρουν πως τότε θα ενεργοποιηθεί ο ωρολογιακός μηχανισμός που θα τους κάμει όλους ζόμπι τελειωμένα»
Επέστρεψα έντρομος στις λόχμες και έψαχνα έντομα να με τσιμπήσουν.