Τι γκαντεμιά, ενώ ήσουν γανωμένος
Για μια ωραία δεύτερη θητεία
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
εκτόξευσι και πυροδότησι να σε αρνείται-
να σ΄εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες
και αδειάσματα και ξαφνικές πενταφυλλίες.
Και τι φρικτή η ώρα που ενδίδεις
(ώρα που σε πιάνουν κώτσο και ενδίδεις)
Και φεύγεις αφήνοντας τη Βουλή στη Γιάννα
Και βλέπεις τον ξυλάγγουρον Κυριάκον
Ευνοϊκά να τηνε βάζει στην αυλή σου
Και να την λέει «Κατερίνα μου» και τέτοια.
Και συ τα φιστικώνεσαι με απελπισία
Αυτά τα καμώματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι άλλα κλαίει-
να γονατάς σε εκκλησιές με τους παπάδες
να παρεμβαίνεις, να απιθώνεις τα στεφάνια-
Αυτά, πού θα στα δώσει η Κατερίνα
Και τι presidensy χωρίς αυτά θα κάμεις