Έχει εξηγήσει κάποιος στους Έλληνες τη μαύρη αλήθεια πως δεν υπάρχει κανένας απολύτως φόβος να μας επιτεθούν οι γειτόνοι αλλά πως είμαστε αισχρά ανέτοιμοι να δώσουμε στα μιλέτια που κατοικούν στην επικράτειά μας την αίσθηση πως τους θέλουμε στον τόπο μας και δεν μας καίγεται καρφάκι για την ζωή που κάνουνε ως γείτονες της ίδιας πατρίδας;
Αν φοβόμαστε κάτι από συμφωνίες που λατρεύουν οι σύμμαχοί μας, είναι πως δεν έχουμε την ιδιοκτησία, την τεχνολογία της καλής συμπεριφοράς στο εσωτερικό της χώρας. Έχουμε μετέλθει του κόσμου τα κόλπα για να θεωρηθεί ο αλυτρωτισμός επικίνδυνο έξωθεν υποκινούμενο χούι. Αυτό ισχύει, βαριά βαριά, για ένα ασήμαντο ποσοστό «εκρήξεων».
Πολλοί «βεριτάμπλ» Έλληνες έγιναν κατά καιρούς δοσίλογοι, συνεργάτες κατοχικών δυνάμεων, έρμαια σε κάθε σωβινιστική φανφάρα, κι όμως αυτοί και οι απόγονοί τους έζησαν και ζούνε ανάμεσά μας απείραχτοι έως θρασύτατοι. Αλλά μην κουνηθεί γύφτος, πομάκι, μουσουλμάνος, αρβανίτης, νιζνάμης, προς δικαιώματα ισονομίας του πολίτη και παρόμοια, που μας αριτσώνουν μονίμως.
Χαρακτηριστικά, ξέρουμε πως ένας σκηνοθέτης κινηματογράφου, στα νιάτα του, κατέθεσε στεφάνι εκ μέρους της «εξόριστης» κυβέρνησης Koυτσονίκου που έφυγε με τρένο των ναζήδων στα σωζόμενα όρια του Ράιχ και επέστρεψε μοιραίος, σπιρτόζος και ευτυχής, παράγοντας δημοφιλείς ταινίες, πολλές έγχρωμες της πρώτη περιόδου, σκουπιδαριό που ωστόσο λάτρευαν οι πάντες;
Αν οι Έλληνες εφαρμόζουν το ρωμαϊκών χρόνων γνωμικό «ελευθέρα Κόρκυρα, χεζ΄όπου θέλεις» και αρχαιόθεν παραλλάζουν ένα νησάκι ονόματι Πορδοσελήνη σε Ποροσελίνη για το εύηχον, τώρα που ψόφησε ο Ψυχρός πόλεμος και είναι ευκαιρία να αλλάξουν προς το καλύτερο μερικές δομές (ρητορικώς το ελπίζω επειδή ξέρω τι θα απογίνουμε) μήπως θα έπρεπε να θυμώσουμε, πρωτίστως με τα δείλαια βλαστάρια που κυβερνούν ή απειλούν να μας κυβερνήσουν;
Ελευθερία, ισότης, αδελφότης. Εκεί είμαστε ακόμη, με δύο αιώνες καθυστέρηση. Ως ελευθεροκοινωνία, αναγνωρίζουμε μόνον την εμπορική. Γι’ αυτό και από λαός κοσμοπολίτικος γίναμε αυτό το χάλι το άμοιαστο, και μάλιστα, πταίει η αρχομανία, το αναμάσημα παρωχημένων πολιτικών ιδεών και ο εαυτούλης μας που φέρεται ως η κόλαση των άλλων.
Παρ’ ολα αυτά, έχουμε τσάτρα πάτρα τις απαραίτητες δομές, αν και πρησμένες από υπαλληλίες προθύμων που δεν ξέρουν τη δουλειά τους. Η αιωνία Ελλάς αν δεν της φέρουν να φάει ζάχαρη και αλάτι με τη σέσουλα φοβάται πως θα χάσει τα πάχη της, τα κάλλη της. Κι αν διαδρομιστείς μέσα στις σφήνες της πρόσφατης Ιστορίας, θα γκώσεις από την εμφύλια κάψα, την αρχομανία και τόλμα να μετρήσεις, από τον καιρό του Πατσιφίκου, πόσες αποζημιώσεις πληρώσαμε σε γείτονες και πόσες αποζημιώσεις δεν πήραμε, επειδή είμαστε λαρζ και υπεράνω.
Αν σεβαστούμε τους άλλους, θα μας σεβαστούν κι αυτοί. Πουθενά χαρά-μόνον στιφές ανησυχίες. Πουθενά γείτονες- όλοι κλεφταράδες και ύποπτοι. Κι εκεί που δοξαστήκαμε από Συντροφίες και μεράδια ναυτικά, από αξιοσύνη αρπάζοντας τις ευκαιρίες, τρώγοντας γλυκό ψωμάκι και οι συνεταίροι μας, χάσαμε τον μπούσουλα μεταξύ σταρτάπ και «επενδύσεων» χωρίς ευτυχή παραδείγματα που ακόμη μας φωτίζουν αχνά, ο νους μας στο ποιος πολιτεύεται και τι σημείωμα θα σκαρώσει ζητιανεύοντας από ζήτουλες να κάμει κάτι «δι΄υπόθεσίν μας»
Μάθε πρώτα, δήθεν σελασφόρος οπορτούνα, που βρίσκεται η Πορδοσελήνη, και μίλα μετά για ακροδεξιούς και παραπλανημένους, γοητευμένε από τις Πονηρουπόλεις και τα Ρινοκούλουρα του παρελθόντος σου, αναίτια επικεφαλής του μελετιού μας.
Οι τόποι που μαγεύουν δεν ήταν ποτέ ζήτημα πολιτικής αισθητικής. Και η Πορδοσελήνη έκοβε νομίσματα και ήταν μια γλυκεία πινελιά στο σύμπλεγμα των Μοσχονησίων. Μέρος μιας εκατοννήσου.