Έγραψα εκατοντάδες λέξεις για την επίσκεψη του Ομίλου στα Σκόπια αλλά μετάνιωσα. Ποτέ πια, φιλαράκο. Εφεξής, μόνον σιωπή και μάλιστα εύγλωττη. Και παρωδίες, για να μειωθεί η αφόρητη πίεση.
Βαλκάνιοι Συμμαχείς
Μαζεύθηκαν οι Βαλκάνιοι
Να δουν της Συμμαχίας τα παιδιά
Τον Αλεξίωνα και τα μικρά του αδέλφια
Τον Γκέγκη και τον Γκόρανην που πρώτη
Φορά τα βγάζαν έξω στο Πεδίο
Εκεί να τα κηρύξουν κολλητάρια
Μες στη λαμπρή κομπολογιά των επισήμων
Ο Γκέγκης-τον είπανε ντερβέναγα
Της τσαμουριάς, του Τέτοβου, των κοσσοβάρων.
Ο Γκορανής-τον είπανε κεκράχτη
Των Βελεσσών, των Σκούπων και της Ιουστινιανής.
Ο Αλεξίων στέκονταν πιο εμπροστά
Ντυμένος από της Περιστέρας τα χεράκια
Στο στήθος του μπουκέτο από επιδόματα και χάρη
Η ζώνη του διπλή σειρά συστάσεων και στροφάλων
Τσαλάκα το σακκάκι του παρά τες σέλφι
Που μπέρδευαν Ζουμπατιανό ραντάρ με του Σέδες.
Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς
Αυτόν τον είπαν Κεκράκτη των Κραγμένων
Οι Βαλκάνιοι ένοιωθαν βέβαια
Πως ήταν λόγια αυτά, και θεατρικά
Αλλά η μέρα ήτανε ζεστή και συλλογική
Ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
Των Σκούπων το Πεδίο ένα
Θριαμβικό παζλάκι επισήμων
Και η γραμμή των αυλικών ολόσωστη,
Ο Αλεξίων όλος γέλια, χαλαρά
(της Συμμαχίας υιός, αίμα καταληψιών)
Και οι Βαλκάνιοι έτρεχαν πια στα ραβαΐσια,
Κι ενθουσιάζονταν και στεφανοκρατούσαν
Γοητευμένοι με τ΄ωραίο λακριντί-
Μ΄όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά
Τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι Συμμαχίες.
Εν τω μηνί Μπατίρ
Με δυσκολία διαβάζω κυριλλικά στο μνήμα.
«Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ». Ένα «Μαν[τ]εμ» διακρίνω.
«εν τω μη[νί] Μπατίρ» «Ο Γιώργη[ς] ε[κοιμ]ήθη».
Στη μνεία της ηλικίας « Εβί[ωσ]εν ετών»,
Το Όμικρον Στίγμα δείχνει πως γέρων εκοιμήθη.
Μες στα φθαρμένα βλέπω «Αυτό[ν]…εκ Κολυδρού»
Μετά έχει τρεις γραμμές πολύ μυθοποιημένες
Μα κατι λέξεις βγάζω- σαν «δ[ά]κρυα ημών», «Πραστόβης»
Κατόπιν πάλι «δάκρυα», και «το[υ] Άλαν [Μ]πέιτς πένθος»
Με φαίνεται που ο Ζορμπάς μεγάλως λησμονήθη.
Εν τω μηνί Μπατίρ ο Γεώργης εκοιμήθη.