Υπήρχαν πολλές πλατφόρμες στην χώρα «Γιαννιτσά περιφέρεια». Έτσι έλεγαν οι χωρικοί την επαρχία όπου μεγάλωσα και μάλιστα πολλά χρόνια πριν υπάρξει τέτοιος νεοπαγής διοικητικός όρος. Κατέω μαρτυρία που οι νοσοκόμες ρωτούσαν στον πόλεμο τους τραυματίες από την Αλβανία στο Παππάφι πούθε είναι και ενώ οι άλλοι απαντούσαν «Από τα Σέρρας» ή «Μέσα από τα Καϊλάρια» οι αγρότες από Λουδία έως Όμπαρ, έλεγαν «Γιαννιτσά περιφέρεια»
Οι πλατφόρμες ήταν σιδερένιες, και άνοιγαν εύκολα για ξεφόρτωμα, βγάζοντας κάτι πήρους. Κυρίως για τα μπαμπάτσα, αν και κουβάλαγαν και εργάτες, ζωντανά δεμένα, ό,τι σκεφτείς. Ανοιχτές ήταν υπέροχες για κάστρα στους παιδικούς πολέμους μας. Αν είχαμε μαζεμένες πολλές πέτρες, δεν μας νικούσαν ποτέ. Αυτά βέβαια ήταν παροδικά, επειδή μας έδιωχναν συνέχεια από αυτά τα οχήματα, μην πέσουμε και μας τρέχουν στο νοσοκομείο.
Μια μέρα έφεραν στην αποθήκη απέναντι από του Τσιρέλη μια πλατφόρμα εργάτριες μπουρλωμένες με λευκές μπόλιες-μόνο μια σχισμή για τα μάτια. Από μέρος μαγικό, ονόματι «Σιθωνία». Κοιμόσαντε και έτρωγαν στην αποθήκη, νίβονταν με ένα μουσλούκι και ξημερώματα πάλι στο χωράφι. Ένα ξημέρωμα, έβρεχε καρέκλες και δεν βγήκαν. Το μεσημέρι καλωσύνεψε και η πλατφόρμα ήταν ανοιχτή και έρημη. Το πήραμε χαμπάρι, βγήκαμε από το εκκοκιστήριο όπου παίζαμε και ανεβήκαμε στην πλατφόρμα, τάχα πως ταξιδεύαμε. Δεν υπήρξε μάνα, αδελφή, ζητιάνος ή γυμνασιόπαις που να μη μας πει «κατεβήτε, θα πέσετε»
Ήμουνα πολύ μικρός και μη μου άπτου, αλλά κατάφερα να ανέβω. Τέλειο θέαμα! Ξεθωριασμένο κόκκινο το μέταλλο, κάτω το χώμα καφέ, στα χαμηλά. Στην πρώτη φωνή «κατέβα θα πέσεις», ματιάστηκα, αντραλίστηκα και έπεσα με το κεφάλι. Ξύπνησα απέναντι, στην αυλή του Τσιρέλη και η μάνα μου να ρίχνει νερό στο κεφάλι μου. Δεν ξέρω ποιοι με κουβάλησαν, αλλά τέτοια ευχαρίστηση που ένοιωσα από την προσωρινή διακοπή της ζωής, έκτοτε όπου έβρισκα ψήλωμα ή κατηφόρα ή βράχο να κρέμεται και πλαγιά βολική, αφηνόμουνα και κατρακυλούσα ευτυχισμένος.
Το έπραττα συνεχώς και σε κάθε ευκαιρία, τουλάχιστον ώσπου να κλείσω τα τριάντα. Αλλά γλύτωνα. Ο κόσμος δεν ξανασκοτείνιασε, ο Χάρος δεν εφάνη, μήτε μου ξανάρριξαν νερό να συνέρθω. Αργότερα, ανέβαινα γκρεμνούς να κινδυνέψω, αλλά μάταια. Μόνον το έκοψα κι αυτό όταν σκαρφάλωνα να βρω μια δέση νερόμυλου και δίπλα στα χέρια που κρατιόμουνα, σφύριξε μια οχιά συσπειρωμένη, οπότε βλέποντάς την είπα «άσε» και αφέθηκα να πέσω, αλλά έπεσα στο ρεματάκι και λασπώθηκα.