H Πινακωτή
02-06-2018

O γέρων Πίκκολος άναψε το τζάκι υποδεχόμενος εν τη Βίλλα Αμφιτρίτη, Παλλαδιανού ρυθμού την έντευξιν του σιορ Ντονατέλο Τραμπίνου, μετά της αγαστής Ανχέλικα Μερκελίνγκεν. Αμφότεροι επεζήτουν ηρεμίαν ποια, καθώς ο πυρομάλλης ευγενής επέστρεφεν εν εξάλλω καθώς του έρριπτον κακοί σύμμαχοι πλάκας αλουμίνας δυσχεραινούσας την πορείαν του λαντονίου του, εν τω γραφικώ καλντεριμίω το συνδέον την φωλεάν των με την χαρίεσσα του Κόμο κώμην. Η δε κοκκώνα Ανχέλικα μόλις είχε ξεπεράσει ισπανοϊταλικήν κρίσιν, πείθουσα τους Ιταλούς να αναβάλλωσιν τον όλεθρον αυτών επί τετράμηνον, αλλά και σερβίρουσα ως αρχιμινιστρέλλον των Ισπανών ευειδή Ροναλντίου τύπου τσοτσιάλαν, όστις θα εθέρμαινεν τας σενιορίτας με πλήθος καυλώσεων υπό τας βεντάλιας των.

Το τζάκι έτριζε, το κρασί έλαμπεν, ο φασιανός επήρχετο, πλην αύθις την ηρεμίαν ερράγισεν καυγάς παίδων  παιζόντων και αλληλοϋβριζομένων εν τη αυλή.

«Γουάτσαπ, Πικκολίνε;» ερωτά ο πλανητάρχης. «Έχομεν κομμούνιον βαλκανίων ορεισιβίων με βαλκανίους άλλης υποτροφίας» εξηγεί ο Υπηρέτης. «Και ήφεραν μαζί τα παιδία των να παίξουν»

«Ελπίζω να τελειώσουν γρήγορα» ευχήθηκεν η φράου. «Το αποκλείω, ευσεβεστάτη των Αγορών» τονθορίζει ο γέρων Πίκκολος. «Οι πατεράδες των παζαρεύουν και αυτό θα κρατήσει μήνους πολλούς. Τώρα εργολαβούνται μεταξύ των. Και τα βλαστάρια των παίζουν την Πινακωτήν».

«Η νύξ νεάζει» εστοχάσθη η κοκκώνα. «Ας γείρωμεν τα σκούρα, και ας παίξωμεν Μότσαρτ».