Παιδιόφραστος διήγησις
Κρατώ ένα δελτίο λουτροθεραπείας του πατέρα μου. Είκοσι μπάνια στην Αιδηψό. Με θεώρηση και υπογραφές. 1960. Ιούλιος. Πήγαιναν με τη μάνα μου στο υδροθεραπευτήριο και ελούοντο σε δωμάτιο συζύγων. Έβγαιναν μπουρλωμένοι με μπουρνούζι, γαλότσες και πεσκίρια.
Είχαμε βρεθεί στην λουτρόπολη, πρώτη από τρεις συνεχόμενες χρονιές. Με τον αδελφό μου τον Τζανέτο, ετών πέντε. Η διαδρομή ήταν Γιαννιτσά-Θεσσαλονίκη με το ΚΤΕΛ, είτα ταχεία Θεσσαλονίκης- Αθηνών έως την Λάρισα, ανταπόκριση Λάρισα- Βόλος με την ωτομοτρίς , παϊτόνι από τον σταθμό Βόλου έως το καράβι «Κύκνος», είτα Παγασητικός, Ωρεοί, Αιδηψός.
Στο τρένο συνταξιδεύαμε με ένα ζευγάρι Δανέζων και η μάνα μου τους κατασυμπάθησε και τους ξεναγούσε: Εδώ Τέμπη. Αιγάνη, η πατρίδα μου. Λιτόχωρο, έχω συγγενείς. Και καθώς έτρωγαν κάτι φετίτσες ψωμάκι διαφανείς με βιτάμ, τους τάισε σαρμαδάκια, γεμιστά και από την στεγνή της βλάχικη τυρόπιτα. Επί χρόνια τους θυμόταν και τους ανέφερε. Όπως έπραττε αργότερα με τα Μπιτλάκια, που τα θεωρούσε χαριτωμένα.
Δεν ξέραμε από κλείσιμο ξενοδοχείου και βρήκαμε ένα δωμάτιο στην άκρη του οικισμού, πάνω από το ξενοδοχείο Ηράκλειον, χρώματος βυσσινί-Φλωρεντινί που υπολειτουργούσε και εκόστιζε δραχμές 30 το βράδυ. Ακριβό. Ήταν μια απότομη ανηφόρα και φτάναμε από αυλές ξενοδοχείων. Κατεβαίναμε για θαλασσινό μπάνιο, αλλά και για απογευματινή βόλτα. Παίρναμε εύκολα την κατηφόρα, μετά είχε κίτρινα και χροιακά πετρώματα όπου έτρεχαν ιαματικά νερά, η θάλασσα ήτον ζεστή. Στο βάθος ρήμαζε ένα ξενοδοχείο ονόματι Θέρμαι Σύλλα, παλιακό. Ενδιαμέσως το υδροθεραπευτήριο και μοδέρνο ζαχαροπλαστείο ονόματι Καζινό που είχε μεταξύ άλλων γεμιστές καραμέλες ωσάν βαρελάκια και κάτι πολύγωνες τεράστιες λεγόμενες «της πεθεράς».
Ακολουθούσε η «καλή πλευρά». Τρία μεγάλα ξενοδοχείο, η «Αίγλη», η «Αύρα» και ένα τρίτο που δεν θυμάμαι πώς το έλεγαν. Είχαν ωραία τραπεζάκια και πολυθρόνες, αλλά ουδέποε καθήσαμε διότι ήταν φαρμακείο. Μετά υπήρχε ωραίος δενδροφυτεμένος δρόμος, με τον σινεμά, κεντράκια και στον μυχό, ένα λινό εστιατόριο. Εκεί δειπνούσαμε. Ζωμό κρέατος η μάνα μου, δραχμαί δύο, πατάτες τηγανιτές ο Τζανέτος και ρύζι εγώ, από δραχμές τρεις και γεμιστά ή καμιά εντράδα για τον παπάκο μας, δραχμές πέντε. Ψωμί, κατά βούληση. Πολύ. Αυτός ο δρόμος κατέληγε στα Γιάλτρα, όπου η θάλασσα ήταν καλή. Παίρναμε λεωφορείο. Πιο σπάνια. Καμιά φορά,νοικιάζαμε κανώ. Είχε και ξυλόσκαλα.
Επεισόδια δεν είχαμε πολλά, πλην τριών. Του Τζανέτου του νοικιάσαμε ποδήλατο και το καταχάρηκε, αλλά έπεσε με τα μούτρα σε ένα γλιτσερό χωματοβούνι και τρέχαμε για αντιτετανικό. Επίσης ένας κατσαρομάλλης εύσαρκος φωτογράφος, όταν δεν εκοίταζαν οι γονείς μου, είδε ότι περιεργαζόμασταν ένα ολοθούριο και μας λέει πονηρά «αυτό λέγεται ψώλος της θαλάσσης».
Τέλος, απόγευμα πάλι, κατεβαίνοντας στα αχνιστά νερά υπήρχε κόσμος μαζεμένος και βάρκες και διάφοροι και έβγαλαν ένα πνιγμένο. Τον έψαχναν δυο μέρες. Τον είδα όταν ανάσκελο τον τράβηξαν στο χώμα. Ήταν ντυμένος με πουκάμισο και ρετσίνα παντελόνι και τα χέρια του ήταν κοκκαλωμένα, πετρωμένα, ωσάν να αγκάλιαζε κάτι. Είχε δέσει θηλειά στο λαιμό του, έδεσε μια μεγάλη πέτρα και την αγκάλιασε. Την πέτρα μάλλον την έκοψαν και έμεινε ολοστρόγγυλη και πεπαγωμένη, η πετρωμένη του αγκαλιά.