Κοριτσάκι με κότσο χαμηλά και φράντζα, έως δυo χρόνια μεγαλύτερό μου. Απέναντι από της Σαμολαδούς, κόντρα στο σπίτι της οικογένειας Γρίβα. Δίπλα έμενε σε ένα υπερυψωμένο ένας γυμνασιάρχης, ο Κουτλιάνης. Σκεφτείτε τα αυτά σε συμπυκνωμένο χρόνο, επειδή το μόνο που σας νοιάζει είναι τι έγινε και αν το περιβάλλον είναι πειστικό. Πειθαρχικός σε κάτι τέτοια, σας προσφέρω έναν κότσο που ήταν όμως στην πράξη μια πλεξούδα, όμοια στον πλοχμό με τα τσουρέκια του αρτοποιού του Ράπτη, απέναντι απο το νέο ΚΤΕΛ, στον Χαζνέ.
Το κοριτσάκι ήταν κορίτσι, εκταία, και ήταν ξένο, Σαλονικιό. Ξαδέρφη ενός κοριτσιού «δικού μας» απο τα Γιαννιτσά, που δεν θυμάμαι καν εάν υπήρχε. Την πλαισίωναν κοντά μικρά ζηλιάρικα κοριτσάκια που άγγιζαν ελαφρά το μαντό της, το κασκολάκι της, έπιαναν με δυό δαχτυλάκια την χρυσή της ταυτότητα στον καρπό και θαύμαζαν το ρολογάκι της. Αλλά εμένα με ένοιαζε το πώς κοιτούσε και καθώς ήταν κρυμμένα τα μάτια της από το πνεύμα του ηλιοβασιλέματος, βγήκα από το κηπάκι της Σαμολαδούς, πέρασα απέναντι, έκανα το γύρο ενός τετραγώνου, ώστε να εμφανιστώ, τάχα διαβάτης και τάχα βιαστικός, μπροστά της για να δω τα μάτια της. Ήταν ψηλή και μελίγχροα τα μαλλιά της και είχα δίκιο για την φράντζα. Και τότε ξέχασα τα μάτια της και είδα πως φορούσε γαντάκια από μαλακό μαλλί όπως τα παιδιά στη μικρή Λουλού, με έναν αντίχειρα αυτόνομο και ενωμένα τα τέσσερα δάχτυλα. Αφού παράτησα τις ευγένειες και έγειρα να δω την πλάτη της, μήπως και είχε φορεμένη εκείνην την τσάντα-βαλιτσάκι με αορτήρες γυλιού, που φορούσαν η Γκλόρια, η Λουλού, ο Άλβιν κι εκείνος ο ψηλός με το γκολφ καφέ παντελόνι και το τραγιασκάκι. Μετά γύρισα σπίτι.
Ήταν μια ξένη, μια Σαλονικιά. Είχε συγγενείς στο έναντι ομορφόσπιτο και έφευγε σήμερα, που βράδιαζε η παραμονή των Φώτων του 1958, η Λάικα είχε ήδη πεθάνει στο διάστημα και ο Ράλλης με τον Στεφανόπουλο έκαναν κόνξες στον Καραμανλή. Ρεζίληδες αγγλογάλοι μάζευαν τα τελευταία τους απόνερα από το Σουέζ και πρέπει να εγκαινιάζονταν η Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία με την Συρία και την Αίγυπτο. Αλλά εγώ θυμάμαι, προσθέτοντας περιβάλλον και ατμόσφαιρα, την ξένη. Που ήταν ωσάν έκφραση της Τύχης της Πόλεως, κάτι που συνήθιζαν στα χρόνια του αναβάσταγου Γαλέριου, του πρώτου με μάγισσα μάνα Βαλκανίου, που τον γράφουμε κανονικά, τον μέγα Τετράρχη, που ταπείνωσε τους Πέρσες και του φόρτωσαν έναν άγιο που υπήρξε αλλού, αλλοιώς και άλλοτε, τον Δημήτριο.
Αλλά δεν είχα ήχο και υλικό ― μόνον ονόματα του ραδιοφώνου. Ενώ από τα ερτζιανά άκουγα Λος Τρες Παραγκουάιος, το Ποροποπόμ, το Κελαλά του Ρενάτο Καροζόνε και βέβαια το σφαγιαστικό Μάτζικ Μόμεντ με τον Πέρι Κόμο και το Φουρώ με την Μαριάννα Χατζοπούλου.
Η Σαλονίκη το 1958, δοσμένη με μαστοριά και αρχοντιά στα κεμέρια των Βλάχων και των δημοσίων υπαλλήλων που ονειρεύονταν ένα διαμέρισμα στην Ναυαρίνου ή στη Δαγκλή, με καλντερίμια και πόθο εκμοντερνισμού, η πόλη με το χάσικο ψωμί που είχε πρόσθετα, η πόλη που τα μπιφτέκια της, τίγκα στο κρεμόριο, έμοιαζαν αιωνίως ποθητά, η πόλη που το τυρί της ήταν ωσάν πιπεράτο σαπούνι κι εμάς δεν μας άρεζε το βλαχοτύρι της Καλής και του Σαντάλ, το βούτυρο από το Πάικο ή τα ποντιακά, η ξυγαλή βουτούρτα και το υπόξινο πασκιτάν. Θέλαμε προσθετικά, παπούτσια της μόδας με σκληρό καρτόνι αντί τα καρφωτά δίσολα του Σιάρκα, θέλαμε να φύγει το εμφύλιο αίμα από την κωμόπολη, να μαλακώσουν τα μάγουλα από τις χήρες και τα ορφανά των εκτελεσμένων δίπλα στην πλατεία Μάγγου. Να γελάσουν οι βουλγαροπρόσφυγες με τους σλαβόφωνους και οι καραμανλήδες με τους τρακατρούκηδες, ενώ τους επόπτευε ο Μπίθας απο την αστυνομία στο κέντρο.
Έτσι ήρθε και πέρασε η επισκέπτρια από τη Σαλονίκη που δεν την ξαναείδα έκτοτε, και σίγουρα σε πέντε χρόνια θα έμοιαζε με την Σάντρα Ντη και θα έκλαιγε ακούγοντας Μπόμπι Ντάριν και Τίμι Γιούρο.
Καμιά γενιά δεν έμαθε κοιτάζοντας και ελέγχοντας. Μερικοί έμαθαν από την εμπάθειά τους, άλλοι δίνουν ακόμη λογαριασμό στον πατέρα τους.
Αρκετούς κώδικες παραμόρφωσα.
(ανάπλαση κειμένου του 2014)