Eίμαι στην Ξάνθη και υπηρετώ, πάνε πάνω από σαράντα χρόνια. Πατάμε με τους συναδέλφους δουλειά απίστευτη, σαν να έχουμε δικό μας τεχνικό γραφείο. Μία των νυχτών, παίρνουμε δίωρη από τον σουβλατζή και λέμε να πάμε σινεμά, να ξεσκάσουμε. Δεν υπάρχει επιλογή -μόνο πορνό. Τελευταία προβολή, βγαίνοντας η φανταρία ,ρωτάμε ένα «μαύρο» απο το στρατόπεδο: «λέει τίποτα;». Εκείνος είναι δίβουλος: «δείχνει, ρε καρντάσια, αλλά πως να σας το πώ, δεν έχει υπόθεση».
Μπαίνουμε παρ΄ολα αυτά στην αίθουσα και μας φεύγει ο τάκος. Αυτό που έδειχνε η οθόνη δε ματάγινε. Κορίτσια γνωστά της εποχής, από ανεπίληπτες διαφημίσεις και σεμνοπρεπείς δηλώσεις σε δημοφιλή περιοδικά, βρισκόταν σε μία άνευ σεναρίου οχεία από τις κάτω στιβάδες της ζωντανής κόλασης. Στην ζωή μου όλη, την πρώην και την επόμενη, δεν ματαείδα τέτοιες εικόνες. Οι φαντασιώσεις μου έμοιαζαν τσινγκολελέτα νηπίων. Ήταν όλα πέραν της φαντασίας και απαίχτου. Από την πλοκή έως τις παραμικρές λεπτομέρειες, τίποτε δεν συνάντησα, είτε στον βίο, είτε στις ονειρώξεις μου, τραχύτερο και τρισβαρβαρότερο. Φύγαμε πριν το διάλειμμα, αποσβολωμένοι. Βλέπαμε τον σινεμά, φανταροκρατούμενον, να αδειάζει.
Το «δεν έχει υπόθεση» ήταν απόλυτα σωστό. Όντως, χωρίς υπόθεση, όλα είναι τραγικά, ανεξίτηλα και ακατανόητα. Αν υπήρχε έστω και ένα πλάνο να διαδέχεται το άλλο με αίσθηση συνέχειας, όλα θα ήταν εξηγήσιμα και λυτρωτικά.
Ίσως γι αυτό, μας πρόλαβαν την άλλη μέρα στο σχεδιαστήριο πως το έργο κατέβηκε και είχε μια ροζεγαλαζοπράσινη οπτασία με τον Τρόι Ντόναχιου και την Τιούζντεη Γουέλντ, θα σας γελάσω.