O πατέρας μου ο Φέντιας επέμενε πως είδε τον κομήτη του Χάλεϊ, το 1910, πλην το αμφισβητούσα έντονα, Γεννημένος του Σταυρού του 1909, α σην Χάρσεραν της Χαλδίας, ήταν προφανώς βυζανιάρικο με το χαρακτηριστικό γαλακτώδες βλέμμα των βρεφών. Από το χωριό του είχε μια ανάμνηση πως «τα σπίτια ήτανε κλιμακωτά, και η είσοδος του ενός ήταν η σκεπή του αποκάτω» πράγμα που δεν επιβεβαιώνει ο χάρτης, ενώ ο μύλος του παππού του, του Τάτα, ήταν σαφώς σε κοιλάδα.
Ο γιος του Τάτα, ο συνονόματος παππούς μου, παντρεύτηκε την Αφέντρα Ευσταθιάδου από την διπλανή Διάκονα, περί το 1905, αφού ο πρώτος του γιος ,ο Γιάννης γεννήθηκε το 1906. Μετά τη γέννηση και του πατέρα μου, το ζευγάρι ξενητεύτηκε και βρέθηκε τριμελής οικογένεια στο Ιρκούτσκη, μέσω υπερσιβηρικού και άνοιξαν φουρνάρικο. Το τέταρτο μέλος, ο πρωτότοκος, έμεινε στη Χάρσερα να συντροφεύει τον μυλωνά παππού του. Ωστόσο, τα πήγαν καλά στη Σιβηρία και απέκτησαν τρίτο παιδί, τον Πέτια, κατά το 1914.
Τα δύο αδέλφια μεγάλωσαν αγαπημένα και τα χώρισε μόνον ο θάνατος. Αλλά η Αφέντρα έχασε το μοναδικό κορίτσι που γέννησε αργότερα, οπότε λαχτάρισε τον γιόκα της που έμεινε στον Πόντο. Συνεννοείται με το άντρα της και στέλνει γραφή στον πεθερό, ζητώντας να στείλει το παιδί στο Ιρκούτσκη, να ενωθεί η οικογένεια. Το γράμμα το εμπιστεύτηκε στον πατέρα της, που ήρθε να τους ιδεί.
Η απάντηση ήρθε με άλλον συγγενή που έφτασε στις όχθες της Βαϊκάλης, αγνοώ εάν ήτο γράμμα ή μήνυμα προφορικό. Ο Τατάς μήνυσε στην νύφη του
«στείλε μου πίσω το παιδί μου, να σου στείλω κι εγώ το δικό σου παιδί»
Η οικογένεια δεν ενώθηκε ποτέ. Ο παππούς μου ο Παναγιώτης Μαξίμ Φιοντόροβιτς χάθηκε από τύφο στα 42, και η Αφέντρα έφυγε και κατέφθασε στον Βλαδικαύκασο ,όπου επιτέλους, ήρθε και ο Γιάννης. Δεν έμειναν πολύ- το 1924 πήραν το δρόμο για την «πατρίδα», ήτοι το Χαρμάνκιοι της Σαλονίκης για τα περαιτέρω.
Τον κομήτη του Χάλεϊ μπορεί να μη τον είδε, αλλά ο Φέντιας διηγούνταν πως οι Ρώσοι και οι ντόπιοι πίστευαν πως η ουρά του θα έσταζε ένα θανατηφόρο φαρμάκι που θα αφάνιζε τον πλανήτη. Γι’ αυτό και οι έχοντες και κατέχοντες μεθοκοπούσαν, χαρτόπαιζαν και μοίραζαν το βιός τους απελπισμένοι, αφού τίποτε δεν θα είχε νόημα πια. Μήτε και του Τατά η ζωή είχε νόημα πλέον: το 1922, μαθαίνοντας πως ο γιος του πέθανε, έσβησε από καημό, αφού συμπλήρωσε τρεις μέρες παίζοντας ζουρνά σε έναν γάμο και άντεξε ώσπου να τελειώσει το γλέντι.
Έκτοτε, στα οικογενειακά ιδιόλεκτα, δεν ακούστηκε ποτέ το αποτροπαϊκό «σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου». Διότι η ουρά του κομήτη εντέλει, κάτι έσταζε.