‘Οταν δυο χωριαταραίοι για ντμπλάκα τους οδηγάει ο ένας, και οπλίζει ο άλλος καραμπίνα και σκοτώνει μεσοδρομής τους Ήζη Ράιντερς, βγαίναμε από το σινεμά βέβαιοι πως η κριτική στον «αμερικάνικο τρόπο ζωής» έμελλε να μας στοιχειώνει ανεπανάληπτα.
Ή όταν ο Γιον Βόιτ στο λεωφορείο βλέπει τον φίλο του να λειώνει άρρωστος στον Καμπόη του Μεσονυχτίου. Και εκείνες τις σφαγές στο «Μεγάλο Ανθρωπάκι».
Βέβαια, παράλληλα, μια γυναίκα στη Θεσσαλία, την κυνηγάει ο άντρας της να τηνε σφάξει, αυτή κουρταλεί σφαλισμένες θύρες και παντζούρια και στο τέλος κάθεται απελπισμένη σε μια πέτρα, κι εκεί τηνε βρίσκει ο άντρας της και τη σκοτώνει αλλά αυτό δεν το λέγαμε αμερικάνικο τρόπο ζωής και παραγωγής, μήτε είχαμε, αν εξαιρεθεί ο ζητιάνος του Καρκαβίτσα, κανένα ζοφερο αφήγημα, πάρεξ την κατάρα στα μεσημεριανάδικα «να τονε σφάξουνε ή να τονε μπουρδίσουνε τομπούστη αλλά τα ήθελε κι αυτηνής ο κώλος».
Στην Κορέα πήγαμε, γη και ύδωρ και αέρα τους δίναμε, από τον Νηλ Σεντάκα έως τον έσχατο των ραπάδων λειώναμε, αλλά ο ελεύθερος κόσμος ήτανε αυτοί και άλλος κανείς. Οχτρούς είχαμε τους Μπίλγκαροι, τους Σκοπιανίτες, τση αλβανοί και αλοί και τρισαλοί σε όποιονα μας κουνηθεί ― τον έπαιρνε ο διάολος ο αφορεσμένος.
Απέναντι ήτονε οι Λαμπροκατσώνηδες, τα μπολσεβίκια, η αποσταλινοποίηση, οι μαζάνθρωποι κι αν έλεγες το κιχ, βγάλε το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Ένα φεγγάρι μερικοί αγάπησαν τον τρίτο δρόμο, Κινέζοι, χήρες του Μάο, αλβανόφιλοι, κολύμπι στο ποτάμι, γλυκύς υποστηρικτικός Τσαουσέσκου, πολιτιστική επανάσταση.
Και τώρα, πάλι και πάλι, η βία. Ο Τραμπ έλαβε εκατομμύρια λιγότερες ψήφους από την άλληνα την σουρπουίτσα, αλλά κέρδισε την μπαγιατεμένη σάρκα της Αμερικής ― η δυτική ακτή και η εκλεπτυσμένη κοινωνία του Μεγάλου Μήλου στα ΒΑ απλώς γκρίνιαζαν.
Άφκετέ μας εμάς. Εμείς ανακαλύψαμε την Δημοκρατία και τα υψηλά νοήματα. Μας χρωστάτε, καριόλια, τα πάντα. Και ανακαλύψαμε το καλύτερο πολίτευμα του κόζμου: να μας κυβερνάνε φαμίλιες, ενώ οι αντίθετοι στα τραυλά χέρια των αμήχανων. Πώς το λέγει ο μικροκωνσταντίνος με την πορφύρα;
«Εσθλαβώθη πάσα η χώρα και γέγονεν βάρβαρος, ότε η λοιμική πάσαν εβόσκετο την οικουμένην.»